Κάτω από τη βάση παίρνει η Ελλάδα στην Υγεία
Στην 18η θέση της συνολικής κατάταξης, ως προς τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας που διαμορφώνεται από τους δείκτες πρόσβαση, επίπεδο υγείας, καινοτομία, ποιότητα και σταθερότητα, βρίσκεται η Ελλάδα, μεταξύ των 28 χωρών της Ευρώπης. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Γερμανία είναι αυτές με τις υψηλότερες επιδόσεις ως προς τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας τους, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές περιφερειακές ανισότητες σε όλη την ΕΕ με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να καταλαμβάνουν τις χαμηλότερες θέσεις στην κατάταξη του δείκτη βιωσιμότητας FutureProofing Healthcare.
Τα παραπάνω τονίστηκαν σε συνέντευξη Τύπου, στην οποία παρουσιάστηκε η πρωτοβουλία Future Proofing Healthcare, η οποία υλοποιείται πανευρωπαϊκά με την υποστήριξη της εταιρίας "Roche". Σκοπός της, όπως αναφέρθηκε, είναι να συμβάλει στη διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών υγείας σε όλη την Ευρώπη, μέσω της συγκέντρωσης και της συγκριτικής ανάλυσης επίσημων, δημοσιευμένων στοιχείων από διαπιστευμένους οργανισμούς και πηγές. Στο πλαίσιο αυτό, καταρτίστηκε ο δείκτης βιωσιμότητας FutureProofing Healthcare, ο οποίος παρέχει μια ολιστική, στιγμιαία απεικόνιση των συστημάτων υγείας στις 28 χώρες μέλη της ΕΕ, προκειμένου να βοηθήσει στην ανάδειξη χρήσιμων συμπερασμάτων, όπως τονίστηκε. Όλα τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στον δείκτη προέρχονται από διαπιστευμένες διαθέσιμες δημόσιες πηγές, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο ΟΟΣΑ, αλλά και φορείς στα 28 κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελλάδα λαμβάνει βαθμολογία 50/100 έναντι 55 που είναι η μέση βαθμολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, καταλαμβάνει την 9η θέση ως προς το επίπεδο υγείας του πληθυσμού, την 11η θέση ως προς την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, τη 19η θέση ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών, την 22η θέση ως προς την καινοτομία και την 24η θέση ως προς τη σταθερότητα. Επιμέρους ικανοποιητικές επιδόσεις σημειώνει η χώρα μας ως προς το προσδόκιμο ζωής των πολιτών και τον αριθμό των γιατρών, φαίνεται ωστόσο να υστερεί σημαντικά ως προς τον αριθμό των νοσηλευτών και την εκπαίδευση, τόσο των γιατρών όσο και του νοσηλευτικού προσωπικού. Επίσης, η χαμηλή επίδοση στο κριτήριο της σταθερότητας, αναδεικνύει την ανάγκη για μεγαλύτερη εστίαση στη μελέτη και αξιοποίηση δεδομένων που, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, μπορούν να θωρακίσουν τα συστήματα υγείας, ώστε να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Δημιουργήθηκε επίσης ένας διακριτός δείκτης ο οποίος αποτυπώνει την απόδοση του συστήματος υγείας της Ελλάδας στη διαχείριση του καρκίνου του μαστού και ο οποίος αξιολογεί την επίδοση των συστημάτων υγείας σε πέντε διαστάσεις της διαχείρισης της νόσου, από την πρόληψη και διάγνωση μέχρι την ανακουφιστική φροντίδα, ανέφερε η Ελπίδα Πάβη, καθηγήτρια Οικονομικών της Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.
Στον δείκτη για τον καρκίνο του μαστού, σημείωσε, «η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση μεταξύ των 28 χωρών - μελών της ΕΕ, ενώ στις δύο πρώτες θέσεις ισοβαθμούν το Βέλγιο και η Σουηδία. Συγκεκριμένα, η χώρα μας βρίσκεται στην 13η θέση, όσον αφορά στην πρόληψη και διάγνωση, στην 27η θέση στη θεραπεία, στην 20η θέση ως προς τα αποτελέσματα και το ποσοστό επιβίωσης, στην 3η θέση ως προς την εστίαση στον ασθενή και στην 28η θέση ως προς την παρηγορητική φροντίδα».
«Όσον αφορά στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, είναι προφανές ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης των επιδόσεων της χώρας μας, μέσω παρεμβάσεων όπως η δημιουργία μητρώου καρκίνου, η έμφαση στην οργανωμένη πρόληψη, αλλά και η ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών για την ψυχολογική υποστήριξη και την ανακουφιστική φροντίδα των ασθενών» ανέφερε η κ. Πάβη«Αν θέλουμε να θωρακίσουμε την αξία της φροντίδας υγείας στο μέλλον, θα πρέπει οι αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα να στηρίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία», είπε.
Τα δεδομένα αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για την ανάπτυξη σταθερών και βιώσιμων συστημάτων υγείας στην Ευρώπη, ανέφερε ο Bogi Eliasen, Futurist and Special Advisor on Future of Health, Head of Denmark Unit UNESCO Chair in Bioethics. Τόνισε ότι «οι αποφάσεις για την υγεία και τα συστήματα υγείας οφείλουν να βασίζονται σε δεδομένα. Η συλλογή και αξιοποίηση δεδομένων είναι αναγκαία προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο φροντίδας των ασθενών και η ποιότητα ζωής των πολιτών». Πρόσθεσε ότι με βάση τα στοιχεία, εξάγεται το συμπέρασμα ότι «η Ελλάδα εστιάζει περισσότερο στο υγειονομικό υλικό και λιγότερο στους επαγγελματίες υγείας, στους ασθενείς και στη μελέτη των δεδομένων με σκοπό τη διασφάλιση αποτελεσματικών υπηρεσιών υγείας στο μέλλον».
Σχετικά με το θέμα η κ. Πάβη είπε πως «αν θέλουμε να θωρακίσουμε την αξία της φροντίδας υγείας στο μέλλον, θα πρέπει οι αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα να στηρίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία».