Ανάγκη επενδύσεων άνω των 95 δισ. ευρώ για την ενεργειακή μετάβαση ως το 2030- Και νέοι φόροι στον σχεδιασμό

Φωτογραφία: SHUTTERSTOCK

Επενδύσεις- μαμούθ συνεπάγεται ο σχεδιασμός για την αποκαλούμενη «πράσινη» μετάβαση και μάλιστα από την πρώτη φάση της, δηλαδή ως το τέλος αυτής της δεκαετίας.

Όπως αποκαλύπτει το Αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, που τέθηκε χθες σε διαβούλευση ως τις 16 Σεπτεμβρίου, ο δρόμος αυτός δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αφού συν τοις άλλοις θα πρέπει να βρεθούν «εργαλεία» για τη στήριξη των πιο ευάλωτων, αλλά και δημοσιονομικά ισοδύναμα για να καλυφθούν οι «τρύπες» από τα έσοδα τα οποία σήμερα προέρχονται από τη φορολόγηση των ορυκτών καυσίμων.

Οι στόχοι

Σύμφωνα με το Αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, το μερίδιο ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας για τα έτη 2030 και 2050 προκύπτει ότι θα ανέρχεται σε 45,4% και 127,2% αντίστοιχα κι αυτός είναι βασικός στόχος, το «κλειδί» της «πράσινης» μετάβασης.

Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ότι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εκτιμάται στο επίπεδο του 58,5% το έτος 2030, σε σχέση με το έτος 1990, υψηλότερο από τον στόχο του 55,0% μείωσης εκπομπών ΑτΘ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι επενδύσεις και τα «αγκάθια»

Πώς θα φτάσουμε, όμως, εκεί, αντιστρέφοντας επί της ουσίας τη σημερινή εικόνα, όπου δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα καλύπτουν σημαντικό μερίδιο της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας; Προφανώς με επενδύσεις. Και το μέγεθος αυτών των επενδύσεων προκαλεί ίλιγγο.

Συνολικά 94,1 δισ. € επενδύσεων εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν για την ενεργειακή μετάβαση στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα έως το έτος 2030. Η πλειονότητα αυτών (69%) θα απαιτηθούν για την υιοθέτηση σημαντικών αναβαθμίσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς τελικής χρήσης ύψους 65,3 δισ. €.

Για τη διάδοση των τεχνολογιών ΑΠΕ και των εναλλακτικών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, της επέκτασης και ενίσχυσης των δικτύων καθώς και των σταθμών αποθήκευσης οι συνολικές επενδύσεις, που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν, ανέρχονται σε 28,8 δισ. € για την ίδια περίοδο.

Ένα από τα «αγκάθια» είναι ότι η επίτευξη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και κυριότερα για την αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης, ψύξης συνολικού ύψους 13.5 δισ. €. Για την υλοποίηση των επενδύσεων κρίνεται απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά και νοικοκυριά χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου με υψηλές ενεργειακές δαπάνες, για την ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους καθώς και την αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης ψύξης και ζεστού νερού χρήσης.

Επιδοτήσεις θα απαιτηθούν σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλους τομείς, όπως οι μικρές επιχειρήσεις και οι καινοτόμες πράσινες επενδύσεις. Στον τριτογενή τομέα, οι συνολικές επενδύσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης που θα πρέπει να υλοποιηθούν εκτιμώνται ίσες με 2,5 δισ. €. Στον βιομηχανικό τομέα, 1,7 δισ. € συνολικές επενδύσεις αναμένεται να πραγματοποιηθούν σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας.

Στις μεταφορές, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων, ύψους 44 δισ. € θα υλοποιηθεί στον τομέα των οδικών μεταφορών τόσο επιβατικών όσο και εμπορευματικών, εκ των οποίων 12,6 δισ. € θα δαπανηθούν για τις ανάγκες της ηλεκτροκίνησης.

Όσο για τον… «λογαριασμό» της δεύτερης φάσης, υπολογίζεται ότι οι αναγκαίες επενδύσεις ως το 2050 θα ξεπεράσουν τα 330 δισ ευρώ!

Νέοι φόροι;

Σε έναν τέτοιο σχεδιασμό, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η δημοσιονομική παράμετρος, ειδικά από τη στιγμή που η Ελλάδα θα πρέπει να χωρέσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη: και να «τρέχει» με πολλαπλάσιους ρυθμούς από τους υπόλοιπους για να καλύψει το χαμένο έδαφος και να μειώνει δραστικά το Χρέος της ακολουθώντας μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική.

Ο πρώτος γρίφος- με έντονο πολιτικό στίγμα- είναι ότι η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, κυρίως πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών, τα οποία λόγω της υψηλής φορολόγησης τους αποδίδουν σημαντικά φορολογικά έσοδα στο ελληνικό κράτος, θα μειωθεί, σε όφελος των πιο φιλικά προς το περιβάλλον ενεργειακών προϊόντων, τα οποία δεν θα φορολογούνται ώστε να προωθηθούν στην αγορά.

Πώς θα αντιμετωπιστεί αυτή η «τρύπα»; Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.

«Πονοκέφαλο» δεν προκαλεί μόνο η επίπτωση στο πεδίο των εσόδων, αλλά και οι επιπλέον δαπάνες που θα απαιτηθούν, έτσι ώστε να μην βυθιστεί μια μεγάλη μάζα πολιτών στην ενεργειακή φτώχεια.

Όπως επισημαίνει το ΕΣΕΚ, η επίτευξη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και σε αγορά διαρκών αγαθών (συσκευών και αυτοκινήτων προηγμένης τεχνολογίας).

Η μειωμένη ρευστότητα και η ελλιπής πρόσβαση σε δανεισμό των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου αποθαρρύνουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή απόδοση κι αυτό σημαίνει με απλά ότι είναι απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση και την αντικατάσταση συσκευών, όπως ήδη εφαρμόζεται.

ΣΧΕΤΙΚΑ