Ο αριθμός που αποτυπώνει την αποτυχία της Ελλάδας
Από τους εκατοντάδες αριθμούς που παρατίθενται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία του ετήσια έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook), ένας είναι αυτός που θα έπρεπε να προκαλέσει τη μεγαλύτερη συζήτηση στην Ελλάδα: «1,2%».
Αυτό είναι το ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης, στο οποίο οι ειδικοί του Ταμείου εκτιμούν ότι θα «προσγειωθεί» σταδιακά η Ελλάδα, το 2024. Είναι το ποσοστό του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης της Ελλάδας (long-term growth rate), που αποτελεί και έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στην εξίσωση της βιωσιμότητας του χρέους (όσο μεγαλύτερη η ανάπτυξη, τόσο ευκολότερα εξυπηρετείται το χρέος).
Σε αυτό τον αριθμό συμπυκνώνεται η αποτυχία της Ελλάδας και, σε ένα βαθμό, των ξένων οργανισμών που επιτήρησαν την εφαρμογή των τριών προγραμμάτων διάσωσης από τη χρεοκοπία. Με όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, δεν καταφέραμε να βελτιώσουμε αρκετά την οικονομία, ώστε να αυξηθεί ουσιωδώς ο ρυθμός ανάπτυξης που μπορεί να επιτύχει μακροπρόθεσμα, σε «κανονικές συνθήκες» (χωρίς, δηλαδή, να υπάρχει το «φαινόμενο ελατηρίου», δηλαδή η σχετικά γρήγορη ανάπτυξη μετά από μια μεγάλη ύφεση).
Το Ταμείο «τσακώνεται» με τους Ευρωπαίους για αυτό τον αριθμό εδώ και χρόνια, καθώς εκτιμά ότι η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν έχει αυξηθεί, ούτε και θα αυξηθεί σημαντικά στο μέλλον και επιμένει να κρατά χαμηλά την πρόβλεψή του για το long-term growth rate, πιέζοντας τους Ευρωπαίους να διαγράψουν μέρος του ελληνικού χρέους, επειδή με τέτοια ανάπτυξη δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί σε βάθος χρόνου, όταν τα (ακριβά) δάνεια από την αγορά ομολόγων θα αντικαθιστούν τα (χαριστικά) δάνεια από την Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, το καλοκαίρι του 2015 το ΔΝΤ είχε εκδώσει την πολυσυζητημένη έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του χρέους, δια της οποίας πρότεινε «κούρεμα», έχοντας υπολογίσει το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης σε ποσοστό μόλις 1%. Τέσσερα χρόνια και ένα μνημόνιο αργότερα, το Ταμείο έχει αυξήσει οριακά την πρόβλεψή του, στο 1,2%, ώστε να γίνουν και λίγο ευκολότεροι οι υπολογισμοί για τη βιωσιμότητα του χρέους, για το οποίο, πάντως, το ΔΝΤ επιμένει να εκτιμά ότι θα χρειασθούν νέες παρεμβάσεις μετά το 2030.
Για τους υπεύθυνους για τη χάραξη της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, σημερινούς και αυριανούς, όλη αυτή η συζήτηση σε ένα μόνο δίδαγμα θα πρέπει να οδηγεί: περιθώρια επανάπαυσης σε ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%, που θα έχουμε για λίγα χρόνια, δεν υπάρχουν. Αμέσως μετά, η οικονομία θα προσγειωθεί, αν δεν αλλάξουμε πολλά στη διάρθρωσή της και στους θεσμούς της χώρας, σε ένα ρυθμό ανάπτυξης τόσο χαμηλό, που αναπόφευκτα θα μας οδηγήσει σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους μέσα σε λίγα χρόνια και θα μας φέρει πάλι στη δυσάρεστη θέση να επαιτούμε διευκολύνσεις από τους Ευρωπαίους.
Το Ταμείο επιμένει, σε διαδοχικές εκθέσεις του, ότι η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει πως δεν μπορεί να πετύχει την αύξηση της παραγωγικότητας που χρειάζεται, για να αυξηθεί ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης. Δυστυχώς, ως τώρα δεν έχουμε καταφέρει να διαψεύσουμε αυτές τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις, αλλά είναι θέμα εθνικής επιβίωσης να το καταφέρουμε στο μέλλον!