Η ανεργία πέφτει- Οι «κενές» θέσεις εργασίας αυξάνονται

Αθήνα / Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC

Ο δείκτης της ανεργίας κινείται, πλέον, σε μονοψήφια ποσοστά, δικαιώνοντας την απόφαση του Υπουργείου Εργασίας να «ξεπαγώσει» πρόωρα τις τριετίες. Από την άλλη, δεν μπορεί να περάσει στα «ψιλά» το ότι ο δείκτης μοιάζει «κολλημένος» μεταξύ 9% και 10%, χωρίς να αναπτύσσει δυναμική κίνησης προς την περιοχή του 8%, πόσο μάλλον του 7%, δηλαδή στα επίπεδα που βρισκόταν πριν ξεσπάσει η δεκαετής οικονομική κρίση.

Η εικόνα αυτή ενισχύει την αίσθηση ότι έχουμε αγγίξει τον σκληρό πυρήνα της ανεργίας, η οποία μετά από το κραχ της κρίσης αλλά και το σοκ της πανδημίας, έχει αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά. Πέρα από τα προφανή, δηλαδή την υψηλή- έστω χαμηλότερη από πριν- ανεργία νέων και γυναικών, οι ραγδαίες εξελίξεις στην αγορά εργασίας έχουν φέρει στο φως την ολοένα και πιο αισθητή αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Κι αυτό αποτυπώνεται στις «κενές» θέσεις εργασίας.

Πριν ξεκινήσει η φετινή τουριστική σεζόν, κλαδικοί φορείς εκτιμούσαν ότι θα λείψουν περί τα 80.000 άτομα για να στελεχωθούν ξενοδοχεία και εστίαση. Επιπλέον, από νωρίς σήμανε συναγερμός στα συναρμόδια υπουργεία για τις ελλείψεις ανειδίκευτων εργατών με κίνδυνο να μείνουν ασυγκόμιστες οι καλλιέργειες, ενώ όσο γινόταν η συζήτηση για τις προοπτικές του κατασκευαστικού κλάδου οι άμεσα ενδιαφερόμενοι επεσήμαναν ότι λείπει εξειδικευμένο προσωπικό για τις τεχνικές εργασίες. Αν προσθέσει κανείς και τη δυσκολία εύρεσης στελεχών υψηλής εξειδίκευσης, σε επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών, έχει την πλήρη εικόνα.

Τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία και την απασχόληση στο α’ 3μηνο, έφεραν δικαιολογημένα χαμόγελα, καθώς έδειξαν το ποσοστό ανεργίας στο 9,8% έναντι 11,8% στο αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Από την άλλη, επιβεβαιώθηκε το πρόβλημα στην αγορά εργασίας.

Συνολικά οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 3,7% σε σχέση με το τέλος του 2023 και 2,2% σε σχέση με το α’ 3μηνο του 2023. Ωστόσο στις επιμέρους κατηγορίες εμφανίζονται τα «κενά».

Κατ' αρχάς, οι ανειδίκευτοι εργάτες και μικροεπαγγελματίες είναι 8,9% λιγότεροι από πέρσι. Δεύτερη μεγάλη κατηγορία, οι τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα οι οποίοι είναι 6,3% λιγότεροι, ενώ «κενό» (-3,6%) εμφανίζει και η κατηγορία των χειριστών βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού. Το πρόβλημα ακουμπάει και την κορυφή της «πυραμίδας», καθώς τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη είναι 5,5% λιγότερα από πέρσι.

Τα «κενά» στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Ανάλογα, πλην όμως αποκαλυπτικά, είναι τα ευρήματα της έρευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΒΕΕ για τα «κενά» στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Το θετικό είναι ότι όσον αφορά την απασχόληση, το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους κατά το α΄6μηνο του 2024 παρέμεινε θετικό. Έτσι, πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους αντιστοιχούν στο 10,3%, έναντι 6,6% που δήλωσε ότι το μείωσε. Υπάρχουν, όμως, ελλείψεις και «κενά».

Σε κλαδικό επίπεδο, η πλειονότητα των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων ανήκουν στη μεταποίηση (44,8% των επιχειρήσεων), ακολουθούμενες από αυτές που ανήκουν στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών (38,5% των επιχειρήσεων) και με τους δύο αυτούς κλάδους να παρουσιάζουν αρνητικό ισοζύγιο.

Τα στοιχεία που προκύπτουν από το ερώτημα σχετικά με τις ειδικότητες που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη έλλειψη, αποτελούν σημαντικό εύρημα που δύναται να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο του σχεδιασμού και υλοποίησης προγραμμάτων κατάρτισης. Έτσι, τις τρεις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι ειδικευμένοι τεχνίτες και χειριστές μηχανημάτων (37,1%), οι εργάτες/βοηθοί μαστόρων/καθαριστές-τριες (17,9%), καθώς και ειδικότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό και την εστίαση (τουρισμός/σέρβις/μάγειρες και ζαχαροπλάστες 13,2%).

Οι αιτίες

Αναφορικά με τους κυριότερους παράγοντες για την έλλειψη προσωπικού στην αγορά εργασίας, οι επικρατέστερες απαντήσεις, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, αφορούν με σειρά προτεραιότητας τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές (41,3%), την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης (36,9%), καθώς και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού (35,4%), ενώ σημαντικό ήταν και το ποσοστό των επιχειρήσεων που έδωσε ως απάντηση τη μετανάστευση εργαζομένων σε άλλες χώρες (18,8%).

Σε γεωγραφικό επίπεδο, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού θεωρείται ως ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης προσωπικού στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και στα Νησιά Αιγαίου και την Κρήτη, συνάδοντας, εμφανώς, τόσο με τη φύση της κυριότερης οικονομικής δραστηριότητας των συγκεκριμένων περιοχών (τουρισμός) και συνακόλουθα την εποχικότητα της πλειονότητας των προσφερόμενων θέσεων εργασίας, όσο και με τη δημογραφική διάσταση της έντονης αστικοποίησης και μιας εξαιρετικά άνισης γεωγραφικής – περιφερειακής κατανομής της παραγωγικής και κοινωνικο-οικονομικής δραστηριότητας.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που θεωρεί ως βασικό λόγο δυσκολίας εύρεσης προσωπικού τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές σημειώνεται στην περιοχή της Αττικής (48,5%).

Κρίσιμο είναι και το φαινόμενο της «αναντιστοιχίας δεξιοτήτων», με αποτέλεσμα πολλές θέσεις εργασίας να παραμένουν ακάλυπτες, ακόμα και εν μέσω υψηλής ή αυξανόμενης ανεργίας και με τις ΜμΕ του βιομηχανικού και μεταποιητικού τομέα να αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, αφού το λεγόμενο “skill shortage” σχετίζεται κυρίως με την έλλειψη δεξιοτήτων για τεχνικά καταρτισμένο προσωπικό.

ΣΧΕΤΙΚΑ