Αισιοδοξία αλλά και φόβοι των τραπεζικών CEO
Την πεποίθηση ότι το 2019 θα καταγραφεί για πρώτη φορά μετά την κρίση θετική πιστωτική επέκταση εξέφρασε απόψε, από το βήμα του 4ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου, ενώ τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία, παρά το μεγάλο βάρος των κόκκινων δανείων, τα οποία στόχος είναι να μειωθούν κατά 50 δισεκ. ευρώ ως το 2021.
«Πιστεύω ότι αυτή στιγμή και οι τέσσερις τράπεζες είμαστε σε καλύτερη κατάσταση παρά ποτέ, για να μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε την οικονομία και ότι το 2019 θα περάσουμε για πρώτη φορά σε θετική πιστωτική επέκταση. Υπάρχουν αβεβαιότητες, ειδικά στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, παρόλα αυτά οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας φαίνεται ότι θα είναι θετικές με ανάπτυξη πάνω από 2% (το 2019), της τάξης του 2,3%-2,4% Οι συνθήκες ρευστότητας φαίνεται ότι βελτιώνονται, για παράδειγμα οι περισσότερες τράπεζες έχουμε πλέον loan to deposit ratio (σ.σ. αναλογία δανείων/καταθέσεων) μικρότερη του 100% και όλες σχεδόν βγήκαμε από τον ELA και έχουμε σημαντική ρευστότητα, για να μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε την ελληνική οικονομία. Η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται και οι καταθέσεις επιστρέφουν. Τονίζω με μεγάλη πεποίθηση ότι δεν πιστεύω ότι τα κόκκινα δάνεια, τα οποία είναι μεγάλα και δουλεύουμε για να τα μειώσουμε όλες οι τράπεζες μαζί, θα μας εμποδίσουν να χρηματοδοτήσουμε την ελληνική οικονομία. Είμαστε open για business» είπε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά ειδικά την Τράπεζα Πειραιώς, σημείωσε ότι το 2018 τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν κατά 5 δισεκ. ευρώ, «το μεγαλύτερο νούμερο που επετεύχθη ποτέ στην ελληνική αγορά ιστορικά» σε αυτό το πεδίο, οι καταθέσεις αυξήθηκαν στα 44,5 δισ., ενώ εξασφαλίστηκε σημαντική ρευστότητα και τα λειτουργικά έξοδα μειώθηκαν κατά 7%. Πρόσθεσε ότι η Τράπεζα δουλεύει σήμερα πάνω σε μια σειρά από κινήσεις και πράξεις, που θα οδηγήσουν σε εξορθολογισμό των liquid assets και αύξηση κεφαλαίων. «Νομίζω είμαστε σε μια πολύ καλή πορεία και πάνω σε αυτή θα προχωρήσουμε κι όταν είμαστε έτοιμοι να ανακοινώσουμε στην αγορά τις λύσεις μας, βεβαίως θα το κάνουμε όπως έκανε η Eurobank» υπογράμμισε.
Τον στόχο της Eurobank για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από 37% τον Δεκέμβριο του 2018 στο 15% στο τέλος του 2019 και σε μονοψήφιο ποσοστό του χαρτοφυλακίου της ως το τέλος του 2021, με δύο μεγάλες τιτλοποιήσεις εντός του τρέχοντος έτους, γνωστοποίησε από την πλευρά του ο CEO του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, Φωκίων Καραβίας. Πέραν της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων της, ο έτερος πυλώνας του πλάνου της Τράπεζας είναι η κεφαλαιακή της ενίσχυση. «Είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για τις προοπτικές της Τράπεζας υλοποιώντας αυτό το πλάνο» είπε ο κ. Καραβίας, ενώ αναφερόμενος στη γενικότερη προοπτική της οικονομίας επισήμανε: «Πιστεύω πως όλοι συμφωνούμε ότι η κατάσταση στη χώρα έχει σταθεροποιηθεί και ανάπτυξη άνω του 2% προσδοκάται για το 2019. Οι εξαγωγές ακολουθούν σταθερά ανοδική πορεία, οι δείκτες της ανεργίας βελτιώνονται, η αγορά ακινήτων σταθεροποιείται, ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν και δεν δικαιολογείται εφησυχασμός». Υποστήριξε δε ότι οι επενδύσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν γίνονται με τον ρυθμό που θα επέτρεπε να υπάρξουν ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 3%-4%.
Όσον αφορά το νομοσχέδιο για τα κόκκινα δάνεια, ο κ. Καραβίας επισήμανε ότι «μετά από μακρά διαβούλευση (...) καταλήξαμε σε ένα σχέδιο την προηγούμενη εβδομάδα. Η εικόνα μου είναι ότι υπάρχει καταρχήν καλή πίστη από όλες τις πλευρές και είναι θέμα χρόνου να καταλήξουμε στην οριστική λύση για τις τεχνικές προδιαγραφές του νομοσχεδίου τις επόμενες ημέρες».
Ως «πάρα πολύ σωστή» χαρακτήρισε τη γενική ιδέα του νομοσχεδίου ο CEO της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, σημειώνοντας ωστόσο ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στις λεπτομέρειες σε τρία πεδία: πρώτον, υπάρχουν όπως είπε τρία-τέσσερα πλαίσια για τα κόκκινα δάνεια και πρέπει να ξεκαθαρίσει πώς αυτά θα συνδυαστούν, δεύτερον, ο σχεδιασμός της πλατφόρμας παρουσιάζει δυσκολίες και τρίτον, υπάρχει το ερώτημα αν ο νόμος θα δημιουργήσει μια νέα γενιά στρατηγικών κακοπληρωτών. Ως προς το τελευταίο επισήμανε ότι κανείς δεν θα μπορεί να γίνει «κόκκινος» τώρα και να επωφεληθεί από τον νόμο, ο οποίος θα πρέπει να αφορά μόνο όσους ήταν εκπρόθεσμοι πάνω από 90 ημέρες στο τέλος του 2018. «Η ημερομηνία αυτή πρέπει να τηρηθεί από όλους. Δεν πρέπει κανείς να προβεί σε λαϊκισμό γύρω αυτή την ημερομηνία. Αυτή η ημερομηνία πρέπει να είναι γραμμένη πάνω σε πέτρα» είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Μυλωνάς αναφέρθηκε ακόμη στη νέα γενιά προκλήσεων που θα αντιμετωπίσουν και οι ελληνικές τράπεζες, συνεπεία της προόδου της τεχνολογίας, καθώς αν δεν παρέχουν στους πελάτες τους το ίδιο επίπεδο εξυπηρέτησης με τη Google ή την Αmazon, αυτοί θα καταφύγουν σε όσους θα το προσφέρουν. «Πρέπει να αυξήσουμε τις δαπάνες μας για τα εναλλακτικά δίκτυα και να μειώσουμε εκείνες για τα παραδοσιακά. Σε λίγο όλες οι συναλλαγές θα πάνε στα εναλλακτικά δίκτυα, άρα χρειαζόμαστε μικρότερο παραδοσιακό δίκτυο» είπε και πρόσθεσε ότι οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν το προσωπικό της κατά περίπου 40% χωρίς απεργίες, με εθελούσιες εξόδους, οι οποίες και θα συνεχιστούν, καθώς οι υπάλληλοι κατανοούν την αναγκαιότητα, γεγονός για το οποίο τους ευχαρίστησε.
«Πού θα τελειώσει όλο αυτό; Δεν ξέρω. Πώς θα είναι η τεχνολογία σε πέντε χρόνια; Δεν γνωρίζω. Για να επιβιώσουν οι ελληνικές τράπεζες, πρέπει να κάνουν προσεκτικά αυτή την αναγκαία προσαρμογή» κατέληξε.
Χρονιά-σταθμό για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες της χώρας χαρακτήρισε το 2019 ο CEO της Alpha Bank, Βασίλειος Ψάλτης, επισημαίνοντας ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θέλει και μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη. «Η Ελλάδα εξέρχεται από μία δεκαετή περίοδο οικονομικής αστάθειας καταγράφοντας θετικό ρυθμό ανάπτυξης για εννέα συναπτά τρίμηνα. Λίγους μήνες μετά την έξοδο της χώρας από το 3ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, τον Αύγουστο 2018, είναι ορατή η βελτίωση των συνθηκών η οποία αποτυπώνεται και στη σταδιακή αύξηση της διάθεσης για επενδύσεις στην Ελλάδα από διεθνή χαρτοφυλάκια. Ήδη η Ελληνική Δημοκρατία επανήλθε στις αγορές στα τέλη του Ιανουαρίου 2018, με την επιτυχημένη έκδοση 5ετούς ομολόγου, ενώ αναμένεται στο επόμενο διάστημα νέα έκδοση 10ετούς ομολόγου. Όλες αυτές οι ευνοϊκές εξελίξεις εκτιμάται ότι θα καταγραφούν και από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τροφοδοτώντας την περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών» σημείωσε, αναφέροντας το παράδειγμα της Moody΄s.
Επιπλέον, πρόσθεσε, στη βελτιωμένη εικόνα της ελληνικής οικονομίας συμβάλλουν η αύξηση των τιμών των ακινήτων για πρώτη φορά από το 2009 (+1,3% σε ετήσια βάση)καθώς και του αριθμού των νέων οικοδομικών αδειών, και η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος (+3,4% για το εννεάμηνο 2018) ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης μείωσης της ανεργίας (στο 18,5%, μειούμενη κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από το ιστορικό υψηλό του 2013).
«Ασφαλώς, η εδραίωση του θετικού κλίματος είναι συνάρτηση μίας σειράς παραγόντων, όπως η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η σταθερότητα στο διεθνές περιβάλλον. Εν τέλει, μία διατηρήσιμη ανάπτυξη απαιτεί αύξηση των επενδύσεων την οποία θα κληθεί να συγχρηματοδοτήσει το τραπεζικό σύστημα (...) Απαιτείται ακόμα μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους των τραπεζών για την εξυγίανση των ισολογισμών τους. Η προσπάθεια όμως αυτή μπορεί πλέον να στηριχθεί στο ευνοϊκό κλίμα που διαμορφώνεται για την ελληνική οικονομία και να επιταχυνθεί με τη βοήθεια νέων εργαλείων που πρόκειται να τεθούν στη διάθεση των τραπεζών. Δεν είναι τυχαίο το ενδιαφέρον σημαντικών διεθνών επενδυτών για χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρόκειται για μια τοποθέτηση στις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας η οποία επιτρέπει την ενεργοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων που τόσο έχει ανάγκη η χώρα» σημείωσε.
Ανέφερε μια σειρά από θετικές εξελίξεις, που καταγράφονται στο τραπεζικό σύστημα, ανάλογες με αυτές που παρατηρούνται στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον: την επιτυχή ολοκλήρωση των σχεδίων αναδιάρθρωσης στο τέλος του 2018, την εξάλειψη της χρηματοδότησης από τον ELA, την αύξηση των καταθέσεων και τη μείωση του δείκτη δανείων/χορηγήσεις σε ποσοστό περί το 100%, τον περαιτέρω εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας και τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο υψηλότερο των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, παρά το αυξημένο κόστος πιστωτικού κινδύνου.