Tα μεγάλα «λουκέτα» στο λιανικό εμπόριο
Δεκάδες είναι τα λουκέτα που μετρά το λιανεμπόριο τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης, της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και των μεγάλων δανειακών ανοιγμάτων των επιχειρήσεων.
Τελευταίο θύμα, η αλυσίδα γυναικείων ενδυμάτων Raxevsky, που ανακοίνωσε το οριστικό κλείσιμο της μετά από 43 χρόνια, αφήνοντας στο δρόμο 100 εργαζόμενους.
Είχε προηγηθεί η πτώχευση ισχυρών ονομάτων του λιανεμπορίου, που προκάλεσαν σεισμό στην ελληνική αγορά, όπως η Ηλεκτρονική Αθηνών, η Νeoset αλλά και η Sprider.
Ποια θα είναι η συνέχεια; Οι εκτιμήσεις των στελεχών της αγοράς δεν είναι αισιόδοξες, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία μία στις δύο επιχειρήσεις στην Ελλάδα, βρίσκονται στο κόκκινο, ενώ δεκάδες είναι εκείνες που έχουν στηθεί στο «κατώφλι» των τραπεζών περιμένοντας το πράσινο φως για αναδιάρθρωση των δανείων τους, προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν την λειτουργία τους.
Ήταν γνωστό στην αγορά ότι η παλιά αίγλη της Ηλεκτρονικής είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, αφού πολλά από τα καταστήματα της είχαν κλείσει και τα προϊόντα στα ράφια της άρχισαν να περιορίζονται σημαντικά. Κανείς όμως δεν περίμενε ότι η μοναδική ελληνική εταιρείας πώλησης ηλεκτρικών συσκευών θα έβαζε λουκέτο.
Ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας Γιάννης Στρούτσης ανακοίνωσε τον Απρίλιο του 2016 το «τέλος εποχής» για την Ηλεκτρονική λόγω της μείωσης της κατανάλωσης, των capital controls και της αλματώδης αύξηση των υποχρεώσεων.
Τα προβλήματα στην αλυσίδα είχαν ξεκινήσει από το 2014, καθώς υπήρξε αδυναμίας καταβολής των δανειακών της υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, πάγωμα των πληρωμών προς τους προμηθευτές και κατακόρυφη μείωση της ζήτησης, όχι μόνο λόγω της οικονομικής συγκυρίας, αλλά και του ότι οι καταναλωτές έβρισκαν άδεια τα ράφια των καταστημάτων.
Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ασφυκτικό πρόβλημα ρευστότητας, να χάνονται μερίδια αγοράς και να αυξάνονται οι ζημιές.
Η διοίκηση είχε από τότε εκπονήσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που περιελάμβανε κινήσεις μείωσης του λειτουργικού κόστους, αναδιαπραγμάτευση των μισθωμάτων σε σειρά καταστημάτων, μείωση του κόστους προσωπικού, διακοπή της λειτουργίας σημείων πώλησης και ανακαίνισης άλλων.
Όμως το οικονομικό κλίμα δεν βοήθησε και παρά τις προσπάθειες, το λουκέτο ήταν αναπόφευκτο.
Το τέλος της αλυσίδας βιβλιοπωλείων Παπασωτηρίου, γράφτηκε το 2016, όταν κατέβασε ρολά και το τελευταίο κατάστημα στην Πανεπιστημίου.
Το βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου, υπήρξε ορόσημο του κέντρου της πόλης ενώ ο γνωστός εκδοτικός οίκος Μπράουν είχε συμπεριλάβει το 2013 το βιβλιοπωλείο αυτό στη λίστα του με τα 49 καλύτερα του κόσμου, στην έκδοση «Bookshops: Long established and the most fashionable ones».
Η αλυσίδα, που τις καλές εποχές διέθετε 24 παραρτήματα σ' όλη τη χώρα, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα ενώ οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν προκειμένου να βρεθεί λύση -είτε μέσω της δικαστικής οδού είτε μέσω συμφωνιών με προμηθευτές - δεν ευοδώθηκαν.
Σε οριστικό αδιέξοδο οδηγήθηκε η Hondos Palace Πολυκαταστήματα (πρώην Γεώργιος Χόντος Πολυκαταστήματα), η οποία κηρύχτηκε σε καθεστώς πτώχευσης το 2017.
Η πτώχευση περιελάμβανε τρία καταστήματα, αυτά της οδού Πατησίων, της Ιπποκράτους στο κέντρο της Αθήνας και αυτό της Νέας Ιωνίας.
Αν και στην αρχή τα πέντε αδέρφια (Νίκος, Γιώργος, Κώστας, Γιάννης, Αργύρης) δημιούργησαν ένα από τους πλέον επιτυχημένους Ομίλους της αγοράς, εντούτοις οι γκρίνιες που προέκυψαν ήταν αρκετές για δημιουργηθεί η διχόνοια.
Ο Γιώργος Χόντος αποχώρησε από τον Όμιλο και το 2004 δημιούργησε την δική του αλυσίδα με την επωνυμία Hondos Palace Πολυκαταστήματα Α.Ε.
Τα υπόλοιπα αδέρφια έφτασαν σε σημείο να αποκηρύξουν - τουλάχιστον επαγγελματικά - τον αδερφό τους με γραπτή ανακοίνωση τους το 2013.
Είχαν μεγαλόπνοοα σχέδια, αφού ήθελαν να κατακτήσουν όχι μόνο την ελληνική αγορά αλλά και τις χώρες των Βαλκανίων.
Οι αδελφοί Χατζηιωάννου, ιδιοκτήτες της αλυσίδας Sprider, έβαλαν το 2013 λουκέτο στα 44 καταστήματα που είχαν απομείνει στην εταιρία επί ελληνικού εδάφους και του ενός στη Βουλγαρία, άφησαν περί τους 800 εργαζόμενους απλήρωτους και περί τα 100 εκατ. ευρώ φέσια σε τράπεζες και προμηθευτές.
Oι ίδιοι σε ανακοίνωση τους επέρριψαν την ευθύνη στην αδιάλλακτη στάση και την άρνηση των τραπεζών, να συνεχίσουν την υφιστάμενη έως τώρα χρηματοδότηση.
«Η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας η οποία έχει πλήξει σημαντικότατα και τον κλάδο μας, ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, οι καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς στις κεντρικές αποθήκες και εγκαταστάσεις της εταιρείας, η άρνηση των ασφαλιστικών εταιρειών να μας αποζημιώσουν έστω και μερικώς, αλλά και η αίτηση πτώχευσης που κατέθεσε προμηθευτής της Sprider Stores, επιδείνωσαν επιπρόσθετα την κατάσταση και οδήγησαν την εταιρεία στην συγκεκριμένη απόφαση», ανέφεραν χαρακτηριστικά.
Η αλήθεια είναι ότι το 2012 ξέσπασε μεγάλη φωτιά στις αποθήκες στην Ανθούσα και κατέστρεψε μέχρι και τα βιβλία της εταιρίας. Οι ασφαλιστικές αρνήθηκαν να την αποζημιώσουν.
Αν και οι ίδιοι κάνουν λόγο για εμπρησμό, το Δεκέμβριο του 2012 ασκήθηκε κατά των τότε μελών του διοικητικού συμβουλίου ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε εμπρησμό, απάτη σε βάρος των ασφαλιστικών και απόπειρα απάτης. Οι διοικούντες φέρονταν να σχεδίασαν την πυρκαγιά ώστε να εισπράξουν την ασφάλεια ύψους 16 εκατ. ευρώ.
Ήταν από τις παλαιότερες οικογένειες που δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο του εμπορίου, με τον Δημήτρη Γλου, πατέρα των Αντώνη και Γιώργο Γλου, να είναι γνωστός μικροπωλητής στον Πειραιά. Το 1985 ο Δημήτρης Γλου άνοιξε το πρώτο κατάστημα με είδη ένδυσης και αθλητικών ειδών στην πόλη. Το 1994, οι αδελφοί Γλου αρχίζουν να δραστηριοποιούνται στη χονδρική αγορά αθλητικών ειδών σε συνεργασία με την εταιρία Puma. Το 2007 διέθετε επτά καταστήματα λιανικής πώλησης, συγκαταλεγόταν στις δύο κορυφαίες εταιρείες αθλητικών ειδών στην Ελλάδα και συνεισέφερε με 52% στον τζίρο της εταιρείας.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν λίγο αργότερα όταν η εταιρεία Puma τους απείλησε ότι θα κινηθεί δικαστικά εναντίον τους απαιτώντας 130 εκατ. ευρώ, όσα δηλαδή η εταιρεία θεωρεί ότι συστηματικά υπεξαίρεσαν και καταχράστηκαν τα δύο αδέλφια, έπειτα από έρευνα της Deloitte, από το 2008 ως και το 2010.
Hταν από τις πλέον ιστορικές αλυσίδες ένδυσης στη χώρα. H Φωκάς ιδρύθηκε το 1936 από τρία αδέρφια, τον Απόστολο, τον Λέανδρο και τον Οδυσσέα Φωκά. Η εταιρεία μετονομάστηκε το 1958 και το 1978 εγκαινίασε το πολυκατάστημα της οδού Τσιμισκή 7.500 τμ.
Το 1990 η Φωκάς συνέχισε να επεκτείνεται και προχώρησε σε συμφωνία με την Esprit ενώ το 2000 η εταιρεία σχεδίαζε την είσοδο της στο Χρηματιστήριο. Τα επόμενα χρόνια τα ηνία της εταιρείας ανέλαβε η Βασιλική Φωκά και τα αδέρφια της, Μαρία, Πόλυ και Ανέστης.
Όμως τα προβλήματα, λόγω κρίσης, δεν άργησαν να φανούν. Η οικογένεια Φωκά συσσωρεύει χρέη που φτάνουν τα 80 εκατ. ευρώ και πλέον αδυνατεί αν ανταποκριθεί στις υποχρεώσσεις της. Το Νοέμβριο του 2012 υποβάλλει αίτηση πτώχευσης και λίγους μήνες μετά κατεβάζει ρολά, αφήνοντας στο δρόμο 600 εργαζόμενους.
Ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία επίπλου στην Ελλάδα με τουλάχιστον 100 καταστήματα σε όλη τη χώρα.
H Neoset εκτός από την ισχυρή παρουσία της στην ελληνική αγορά είχε καταφέρει να αναπτύξει και έντονη εξαγωγική δραστηριότητα σε πολλές χώρες όπως Καναδά, Ρωσία, Τσεχία, Αιθιοπία, Βουλγαρία, Καναδά, Κύπρο, Ρουμανία και Εκουαδόρ.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν από το 2005 με την πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας αλλά και την είσοδο ισχυρών πολυεθνικών εταιρειών του κλάδου στην ελληνική αγορά.
Παρά τις προσπάθειες που έγιναν για την διάσωση της, το 2014 γράφτηκε το τέλος της εμβληματικής εταιρείας επίπλου.