Άδοξη κατάληξη στο mega deal του φαρμάκου
Αποτέλεσε το κορυφαίο deal στην αρχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης, όταν η χώρα άρχισε να αναμετρά τις αντοχές της απέναντι στα μνημόνια: η μεταβίβαση της ελληνικής βιομηχανίας γενοσήμων Specifar στην πολυεθνική Watson Pharmaceuticals το 2011, έναντι τιμήματος που ξεπέρασε το μισό δισ. δολάρια, θεωρήθηκε ως μια κορυφαία ελληνική επιχειρηματική επιτυχία.
Με την κίνηση αυτή, η πολυεθνική Watson προσέβλεπε σε μια ισχυρή θέση στην ευρωπαϊκή αγορά γενοσήμων ποντάροντας στην ισχυρή παρουσία και εξωστρέφεια της ελληνικής βιομηχανίας.
Οχτώ χρόνια μετά, η ελληνική βιομηχανία, η οποία έχει συμπληρώσει 85 χρόνια δραστηριότητας, αφού άλλαξε και πάλι χέρια λόγω αλλαγών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της μητρικής της, βρέθηκε τελικά στον όμιλο της κολοσσιαίας εταιρείας Teva (είχε προηγηθεί το πέρασμα της Watson στην Actavis και εν συνεχεία μέσω αποσχίσεων στην Teva), η οποία όμως φαίνεται να έχει άλλα σχεδία για την ελληνική εταιρεία.
Είναι γνωστό ότι η Teva ακόμη και με την αυτόνομη είσοδό της στην Ελλάδα, δεν μπόρεσε να πετύχει την εδραίωσή της εδώ. Έτσι, από το 2011 μέχρι σήμερα, διαπιστώνεται ότι η Specifar, η οποία διατηρεί την επωνυμία της και παράγει μια σειρά σημαντικών γενοσήμων, φαίνεται να παρουσιάζει κάμψη.
Ειδικότερα, όταν εξαγοράστηκε από τη Watson είχε τζίρο της τάξης των 83 εκατ. ευρώ με το 78% αυτών να προέρχεται από εξαγωγές, ενώ το 2017 με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα o τζίρος της έχει υποχωρήσει στα 54,7 εκατ. ευρώ με τις εξαγωγές βέβαια να αποτελούν το μεγαλύτερο μερίδιο.
Αξίζει δε να αναφέρουμε πως η ισχυρή υπεραξία της εταιρείας η οποία προσδιόρισε και το υψηλό τίμημα της εξαγοράς της, βασίστηκε πάνω στο γεγονός ότι η Specifar μέχρι τον Ιανουάριο του 2011, είχε εξασφαλίσει περισσότερες από 600 άδειες κυκλοφορίας φαρμάκων της στην Ευρώπη, Νότια Αφρική, Καναδά, Μέση Ανατολή και Ασία.
Την ίδια ώρα είχε άλλα 10 νέα προϊόντα υπό ανάπτυξη, ενώ συνεργαζόταν με περισσότερες από 200 εταιρείες σε 36 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη. Παράλληλα ολοκλήρωνε μια μεγάλη επένδυση σε νέα μονάδα, η οποία και ουδέποτε αξιοποιήθηκε ενώ σταμάτησε και η δραστηριότητα του ερευνητικού της κέντρου. Παρόλ’ αυτά οι σημαντικές προοπτικές δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα.
Σήμερα, οι συνέργειες με την Teva φαίνεται να δείχνουν ότι δεν ευνοούν την ελληνική βιομηχανία, καθώς η Teva δεν έχει τόσο ανάγκη την ελληνική παραγωγή. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο τζίρος της το 2017 σημείωσε πτώση της τάξης του 15,6% σε σχέση με το 2016, ενώ με βάση τα στοιχεία της IQVIA τα διακινούμενα με την επωνυμία της σκευάσματα στη χώρα μόλις που ξεπερνούν τα 2 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα σημαντικό μέρος των σκευασμάτων, τα οποία ουσιαστικά παράγει και τιμολογεί για την μητρική Teva, διακινούνται από την εταιρεία Innovis, η οποία δημιουργήθηκε από μέλη της οικογένειας Βασιλόπουλου οι οποίοι και ήταν ιδιοκτήτες της Specifar πριν την πώληση στη Watson και την οικογένεια Κάτσου (Pharmathen και επενδυτική VNK).
Σημειώνεται ακόμη ότι η εταιρεία παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλη μείωση προσωπικού, από 350 άτομα το 2016 στα 269 άτομα το 2017. Η μείωση αυτή συνδέεται και με το γεγονός της ανάληψης από την Innovis της διακίνησης των φαρμάκων από τη Specifar.