Άνθισαν οι μικροζυθοποιίες στα χρόνια της κρίσης
Περισσότερες από 40 μικροζυθοποιίες λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα, δημιουργώντας ένα νέο κλάδο με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης.
Μερίδιο σε μία ιδιαίτερα συγκεντρωμένη αγορά, η οποία σταδιακά ανοίγει, ύστερα και από τις παρεμβάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προσπαθούν να αποκτήσουν μια σειρά από μικρές επιχειρήσεις παραγωγής μπίρας.
Στην πλειονότητά τους, δημιουργήθηκαν μέσα στα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της The Brewers of Europe, η οποία αποτελεί την ομοσπονδία 29 ενώσεων ζυθοποιών από ισάριθμα κράτη, στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν 43 ζυθοποιίες.
Οι πιο γνωστές φυσικά είναι οι δυο υπερδυνάμεις του κλάδου, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία (Amstel, Heineken, Aλφα κ.α.) και η Ολυμπιακή Ζυθοποιία (Kaiser , Carlsberg, Fix κ.α.), οι οποίες συνολικά καλύπτουν πάνω από το 90% της αγοράς. Παράλληλα σημαντικό μερίδιο έχει αποσπάσει και η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ) και η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης (Βεργίνα).
Από εκεί και πέρα, μερίδιο αγοράς της τάξεως του 1% μοιράζονται οι μικρές ζυθοποιίες, οι οποίες καλύπτουν κυρίως την αγορά των χώρων εστίασης.
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, τα τελευταία χρόνια, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την παραγωγή πιο ξεχωριστών και πιο ιδιαίτερων προϊόντων, αφού οι καταναλωτές και δη οι λάτρεις της μπίρας ήθελαν να δοκιμάσουν νέες γεύσεις.
Μέχρι και πριν από δέκα χρόνια, οι επιλογές για κάτι διαφορετικό περιορίζονταν σε εισαγόμενες ετικέτες. Έτσι δεν ήταν λίγοι τελικά εκείνοι που συνέλαβαν την ιδέα να φτιάξουν τη δική τους μπίρα που να ξεφεύγει από τις ευρέως γνωστές μάρκες. Στην ανάπτυξη μιας τέτοιας ιδέας φυσικά θετικά είναι και η επίδραση των τουριστών που ήθελαν να δοκιμάσουν κάτι «ελληνικό».
Εξάλλου δεν είναι μόνο ο κλάδος της μπίρας όπου βλέπουμε μια τάση για στροφή σε μικρές παραγωγές. Γενικότερα, ο χώρος των τροφίμων αλλά ακόμη περισσότερο των ποτών, προσελκύει καταναλωτές που αναζητούν τοπικές δημιουργίες. Κάτι τέτοιο συνέβη πριν χρόνια και στο κρασί.
Αρκεί μια γρήγορη αναζήτηση στο ΓΕΜΗ (Γενικό Εμπορικό Μητρώο) για να ανακαλύψει κανείς τουλάχιστον είκοσι εταιρείες που στην επωνυμία τους έχουν τη λέξη Ζυθοποιία ή Μικροζυθοποιία.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι πλέον εφαρμόζεται ο κανόνας: «κάθε τόπος και η μπύρα του». Εταιρείες από όλη την Ελλάδα, από το βορρά μέχρι την Κρήτη, ακόμη και σε νησιά όπως η Ικαρία, η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Τήνος, η Ικαρία, η Φολέγανδρος, η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά κ.α. Εταιρείες που οι περισσότερες δημιουργήθηκαν κυρίως στα χρόνια της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
Όπως σημειώνουν εκπρόσωποι του κλάδου, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει ο αριθμός των 40 μικροζυθοποιίων. Το γεγονός ότι έχουν ένα πολύ μικρό μερίδιο θεωρείται ενδεικτικό για τα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης του κλάδου στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί σήμερα το μερίδιο αγοράς του εν λόγω κλάδου μόλις που αγγίζει το 1%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι στο 17%.
Επίσης, οι αριθμοί σε άλλες χώρες στην Ευρώπη είναι αποκαλυπτικοί, καθώς στην Τσεχία λειτουργούν τουλάχιστον 420 μικροζυθοποιίες, στην Ολλανδία 600, στο Βέλγιο 400, στη Γαλλία 1.000, ενώ στην Ιταλία, που έχει και τις περισσότερες μονάδες ανέρχονται στις 1.200.
Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ελλάδα είναι 35 λίτρα το χρόνο (στοιχεία 2017) και δείχνει σχετικά σταθερή τα τελευταία χρόνια. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι το 2017, ενώ η κατανάλωση παρέμεινε σταθερή, οι εισαγωγές μειώθηκαν πάρα πολύ. Ειδικότερα, αυτές διαμορφώθηκαν στα 304 χιλ. εκατόλιτρα έναντι 448 χιλ. εκατόλιτρα το 2016. Μια μείωση της τάξης 32%.
Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές προτίμησαν ακόμη περισσότερο τις ελληνικές μπίρες και δη σε κάποιες ιδιαίτερες μικρές παραγωγές. Επίσης, την τάση της στροφής σε ιδιαίτερες μικρές παραγωγές ενισχύει και το γεγονός ότι 6 στις 10 μπίρες καταναλώνονται σε χώρους εστίασης και διασκέδασης, όπου είναι το βασικό κανάλι διανομής των μικροζυθοποιών.