Τράπεζες: Με ζημιές 6 δισ. το τέλος της Βαλκανικής περιπέτειας
Στην πώληση δεκάδων τραπεζών που έλεγχαν στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης προχώρησαν από το 2013 μέχρι σήμερα οι εγχώριες τράπεζες, εξαιτίας της κρίσης, πωλήσεις που επιβάρυναν τους τραπεζικούς ισολογισμούς με ζημιές ύψους περίπου 6 δις. ευρώ.
Η αποχώρηση των ελληνικών τραπεζών από τα Βαλκάνια δεν ήταν επιλογή των διοικήσεων αλλα ουσιαστικά επιβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές αρχές, θεωρώντας ότι δεν μπορεί τράπεζες που έχουν λάβει κρατική βοήθεια να διατηρούν θυγατρικές σε ξένες χώρες.
Εθνική Τράπεζα και Πειραιώς είναι υποχρεωμένες να αποχωρήσουν από όλες τις αγορές του εξωτερικού όπου είχαν παρουσία καθώς με την ανακεφαλαιοποίηση του 2015 έλαβαν για δεύτερη φορά κρατική βοήθεια και ανέλαβαν αυστηρές δεσμεύσεις στην Κομισιον για την αναδιάρθρωσή τους και την ταχύτερη επιστροφή των κεφαλαίων των φορολογούμενων. Η Εθνική έχει πραγματοποιήσει πολλές πωλήσεις, με σημαντικότερη την Finansbank στην Τουρκία, ωστόσο έχει ακόμα αρκετές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ολοκληρώσει τους επόμενους μήνες.
Αντίθετα Eurobank και Alpha Bank διατηρούν παρουσία σε κάποιες αγορές του εξωτερικού με την Eurobank αυτή τη στιγμή να έχει καταφέρει να διασώσει πολλές από τις βαλκανικές κτήσεις της και σήμερα οι δραστηριότητές της στο εξωτερικό αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για τον όμιλο.
Η μεγάλη επέλαση
Η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, που σάρωσε την Σοβιετική Αυτοκρατορία, δημιούργησε μια ιστορική ευκαιρία επέκτασης των εγχώριων τραπεζών στο εξωτερικό. Οι διοικήσεις γρήγορα αναγνώρισαν τις μεγάλες δυνατότητες και προοπτικές της περιοχής, καθώς και τη μοναδική ευκαιρία να μετασχηματιστούν σε ισχυρό περιφερειακό παίκτη. Το 1994 πραγματοποιήθηκαν τα πρώτα βήματα, ενώ μετά το 1999 η επέκταση όχι μόνο στη Βαλκανική Χερσόνησο αλλά σε μια πολύ ευρύτερη γεωγραφική περιοχή έλαβε το χαρακτήρα επέλασης. Στο διάστημα 1999-2007 δεν υπήρξε ούτε μία χρονιά που να μην πραγματοποιηθεί η εξαγορά μίας ή περισσότερων ξένων τραπεζών από κάποια ελληνική. Η επέκταση των εγχώριων τραπεζών κορυφώθηκε το 2006 με την εξαγορά 7 ξένων τραπεζών –σε Βουλγαρία, Ουκρανία, Ρουμανία, Σερβία και Τουρκία–, επενδύοντας συνολικά 3 δισ. ευρώ. Η τελευταία εξαγορά ξένης τράπεζας από ελληνική πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2008.
Με παρουσία σε 16 χώρες, οι εγχώριες τράπεζες, είχαν δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία που οριοθετούνταν βόρεια από την Ουκρανία και την Πολωνία, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλες τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου, την Τουρκία, με νότιο σύνορο την Αίγυπτο. Έλεγχαν ένα δίκτυο περίπου 3.450 καταστημάτων, απασχολούσαν 50.000 εργαζόμενους, το ενεργητικό τους έφτανε τα 87,6 δισ. ευρώ και οι χορηγήσεις δανείων έφταναν τα 61,9 δισ. ευρώ.
Οι νέες αγορές περιελάμβαναν έναν πληθυσμό σχεδόν 300 εκατομμύρια ατόμων και οικονομίες συνολικού ΑΕΠ 3,4 τρισ. ευρώ και οι επιτελείς των τραπεζών εκτιμούσαν ότι όταν τερματίζονταν η ανάπτυξη της εγχώριας τραπεζικής αγοράς τη σκυτάλη θα έπαιρναν οι γειτονικές χώρες.
Το άδοξο τέλος
Το αδιέξοδο του 2010 έφερε το πρώτο μνημόνιο, το οποίο όμως δεν έλυσε τα προβλήματα της χώρας. Ακολούθησαν μήνες πολιτικής αβεβαιότητας, έντασης και αποτυχίας στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οδηγώντας στο 2ο μνημόνιο και κατόπιν πάλι είχαμε πολιτική αβεβαιότητα και πρόωρες εκλογές με τελική κατάληξη το 3ο μνημόνιο.
Μετά την 3η ανακεφαλαιοποίηση και τον εκτροχιασμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων οι εγχώριες τράπεζες υποχρεώθηκαν να επικεντρωθούν στην ελληνική αγορά και να αποχωρήσουν από τις ξένες αγορές, ώστε να επιστρέψουν το συντομότερο την κρατική βοήθεια που έλαβαν.
Έτσι οι διοικήσεις δεν έχουν πολλές επιλογές, ειδικά οι διοικήσεις της Εθνικής και της Πειραιώς πέραν του να παρακολουθούν να χάνεται το μεγάλο εγχείρημα της επέκτασης στο εξωτερικό, που κόστισε πολύ σε χρήματα, σε ανθρώπινο κεφάλαιο και χρόνο.
Οι επενδύσεις στα Βαλκάνια θα είχαν σωθεί μόνον αν είχαμε κατορθώσει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κρίση που ξέσπασε το 2009, κάτι που δεν έγινε.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος «οι διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να διαδραματίσουν εφεξής ελάσσονα ρόλο στη διαμόρφωση των συνολικών τους μεγεθών».