Φαμαρ: Επιστρέφει σε τροχιά κερδοφορίας
Επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι παρά την οικονομική κρίση, το 2017 υπήρξε έτος «ολικής επαναφοράς» και ανάπτυξης για τον ελληνικό βραχίονα της Φαμάρ, έπειτα από ένα έτος «ξεκαθαρίσματος» με αυξημένες ζημιές, όπως θα χαρακτήριζε κανείς το 2016. Ειδικότερα η εταιρεία σημείωσε αύξηση κύκλου εργασιών στα 125,6 εκατ. ευρώ έναντι 120 εκατ. ευρώ το 2016 και – το σημαντικότερο- καθαρά κέρδη στα περίπου 5 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 16,3 εκατ. ευρώ.
Η παραπάνω επίδοση της εταιρείας, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, δείχνει την επιτυχή διαχείριση της εταιρείας από Pillarstone. Υπενθυμίζεται ότι στις 7 Μαρτίου 2017 οι μετοχές και συνεπώς ο έλεγχος της Famar S.A. μεταβιβάστηκε στην Alpha Bank, την Eurobank, την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς, οι οποίες έχουν διορίσει την Pillarstone ως Σύμβουλο Μετοχικού Κεφαλαίου (Equity Advisor), για να τους βοηθήσει στη διοίκηση του ομίλου.
Την ίδια ημερομηνία, ο όμιλος συμφώνησε στη νέα χρηματοδότηση ύψους 40 εκατ. ευρώ από τις πιστώτριες τράπεζες καθώς και με τους υφιστάμενους δανειστές της, για την τεκμηρίωση της Αναθεωρημένης Συμφωνίας Δανειακής Διευκόλυνσης (SFA) (αντικαθιστώντας τη συμφωνία που υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 2014).
Η διοίκηση αποδίδει τη θετική πορεία, στην περαιτέρω βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πελάτες της, τη συνέχιση της εφαρμογής νέων συστημάτων διαχείρισης και διαδικασιών, καθώς και στην ενίσχυση των προσπαθειών για την αύξηση των εξαγωγών της. Σημειώνεται ότι ο κύκλος εργασιών αφορά κατά περίπου 50% παραγωγή και συσκευασία προϊόντων και κατά 50% παροχή υπηρεσιών (διακίνηση, υπηρεσίες φαρμακαποθήκης κ.λπ.).
Κατά την περσινή χρονιά τα έξοδα διοίκησης μειώθηκαν δραστικά στα 20,5 εκατ. ευρώ έναντι 28,5 εκατ. ευρώ το 2016, γεγονός που τόνωσε τα λειτουργικά αποτελέσματα τα οποία έφτασαν στα 10 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 9,7 εκατ. ευρώ το 2016.
Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στοιχεία αφορούν τον ελληνικό βραχίονα της Φαμάρ, ενώ σε επίπεδο ομίλου, δηλαδή μαζί με τις συγγενείς εταιρείες του εξωτερικού που ελέγχουν παραγωγικές μονάδες σε Ιταλία, Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία και Καναδά, οι συνολικές πωλήσεις εκτιμάται ότι κινήθηκαν στα επίπεδα σε περίπου 400 εκατ. ευρώ.