Alpha Bank: Τα χαρακτηριστικά και οι συνέπειες του αποπληθωρισμού σε Ελλάδα και Ευρωζώνη
Μια από τις συνέπειες της παγκόσμιας ύφεσης που προκάλεσε η πανδημική κρίση, το 2020, ήταν η επανεμφάνιση του αποπληθωρισμού στην ελληνική οικονομία, μετά από τέσσερα έτη, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, την περασμένη εβδομάδα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) μειώθηκε κατά 2,4%, σε ετήσια βάση, τον Δεκέμβριο 2020, ενώ ο μέσος όρος του ΕνΔΤΚ σε όλη τη διάρκεια του 2020, σημείωσε πτώση της τάξης του 1,3%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του 2019.
Σημειώνεται ότι ο εν λόγω δείκτης είχε καταγράψει ετήσια αύξηση ύψους 0,5%, το 2019. Οι αποπληθωριστικές πιέσεις το 2020 αποδίδονται:
(α) στην κατακόρυφη πτώση της ζήτησης πετρελαίου, σε παγκόσμιο επίπεδο, εξαιτίας των περιορισμών στις μετακινήσεις (ο τομέας των μεταφορών απορροφά άνω του 60% της συνολικής κατανάλωσης πετρελαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με στοιχεία του 2018) αλλά και της μειωμένης ζήτησης για βιομηχανικά αγαθά, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών της ενέργειας συνολικά.
(β) στις χαμηλές επιδόσεις του τουριστικού κλάδου και, γενικότερα, του τομέα των υπηρεσιών, τόσο λόγω των μέτρων που επιβλήθηκαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, με σκοπό τη συγκράτηση της εξάπλωσης της πανδημίας (περιορισμοί στις μετακινήσεις και τοπικά lockdowns), όσο και λόγω του φόβου μετάδοσης του κορωνοϊού που απέτρεψε πολλούς τουρίστες να ταξιδέψουν το 2020. Η πτώση της ζήτησης συνδυαστικά με τις έκτακτες μειώσεις των συντελεστών έμμεσης φορολογίας στις υπηρεσίες, με σκοπό την τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, τελικά επέφεραν μείωση των τιμών των υπηρεσιών.
Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη το επίπεδο των τιμών -σύμφωνα με το μέσο ΕνΔΤΚ για το 2020- μειώθηκε οριακά, κατά 0,3%, σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 1,2% το 2019, σε σύγκριση με το 2018.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn, Νοέμβριος 2020), παράλληλα με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που αναμένεται την επόμενη διετία, θα σημειωθεί άνοδος του επιπέδου τιμών. Ειδικά για το 2021, σημειώνεται ότι η αύξηση του επιπέδου τιμών, θα προκύψει -ως ένα βαθμό- από τις επιδράσεις βάσης (base effects).
Συγκεκριμένα, ο ΕνΔΤΚ προβλέπεται ότι θα αυξηθεί, το 2021, κατά 0,9% στην Ελλάδα και κατά 1,1% στην Ευρωζώνη, ενώ, το 2022, αναμένεται ΄να αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό και στις δύο περιοχές της τάξης του 1,3%.
Πιο αναλυτικά, ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στην πτώση του επιπέδου τιμών τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα, το 2020, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ήταν οι τιμές των προϊόντων ενέργειας, οι οποίες υποχώρησαν, κατά μέσο όρο, κατά 6,8% και 9,8%, αντίστοιχα.
Η μειωμένη ζήτηση για προϊόντα ενέργειας στην Ελλάδα αντανακλάται στην πορεία των λιανικών πωλήσεων καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, οι οποίες υποχώρησαν, κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, κατά 10,9%, σε ετήσια βάση.
Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι οι αποπληθωριστικές τάσεις που παρατηρήθηκαν, το 2020, στην Ευρωζώνη, οφείλονται, εν μέρει, και στις παρεμβάσεις ορισμένων χωρών, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, όπως η μείωση των έμμεσων φόρων, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 6 μήνες), με σκοπό την τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και, ως εκ τούτου, την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19.
Συμπερασματικά, για την Ευρωζώνη, οι πτωτικές πιέσεις που ασκήθηκαν στις τιμές, εξαιτίας της χαμηλότερης ζήτησης και της ανατίμησης του Ευρώ (μείωση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων για τον Ευρωπαίο καταναλωτή) φαίνεται ότι υπεραντιστάθμισαν, το 2020, τις ανοδικές τάσεις του πληθωρισμού κόστους που επικράτησαν, σε συγκεκριμένους κλάδους που επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, καθώς και λόγω της προσωρινής διαταραχής στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που οδήγησε στην εντονότερη πτώση του επιπέδου τιμών στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, ήταν η μείωση της ζήτησης στον τομέα των υπηρεσιών που συμπίεσε τις τιμές τους.
Συγκεκριμένα, ο υποδείκτης του ΕνΔΤΚ που περιλαμβάνει αποκλειστικά τις τιμές των υπηρεσιών υποχώρησε, το 2020, κατά 1,4%, σε ετήσια βάση, έναντι αντίστοιχης πτώσης 1,1% που καταγράφει ο υποδείκτης του ΕνΔΤΚ που περιλαμβάνει αποκλειστικά τις τιμές των αγαθών.
Επιπλέον, η πτώση του ΕνΔΤΚ για τις υπηρεσίες ήταν εντονότερη κατά τη χρονική περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου -δηλαδή κατά τους μήνες που παραδοσιακά καταγράφονται οι υψηλότερες επιδόσεις του τουρισμού στη χώρα μας (περί του -3%, σε ετήσια βάση). Αντίστοιχα, ο ΕνΔΤΚ για τα αγαθά κατέγραψε τις μεγαλύτερες ετήσιες πτώσεις του, μεταξύ των μηνών του 2020, τον Απρίλιο (-1,9%) και τον Νοέμβριο (-2,1%), χρονικά διαστήματα κατά τα οποία βρίσκονταν σε ισχύ τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19.
Η πορεία των τιμών αγαθών και υπηρεσιών, κατά τη διάρκεια του 2020, στην Ελλάδα, συμβαδίζει με την εξέλιξη του κύκλου εργασιών για τους αντίστοιχους κλάδους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις επιχειρήσεις με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, ο κύκλος εργασιών των κλάδων που παρέχουν υπηρεσίες (περιλαμβάνει Χονδρικό και Λιανικό εμπόριο, Καταλύματα-Εστίαση, Μεταφορές, Χρηματοπιστωτικές και Ασφαλιστικές Δραστηριότητες, Δημόσιο Τομέα κ.λπ.) μειώθηκε, το πρώτο ενδεκάμηνο του 2020, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, κατά 15,5%, ενώ ο κύκλος εργασιών των κλάδων που αφορούν στην παραγωγή αγαθών (περιλαμβάνει Γεωργία, Βιομηχανία, Κατασκευές) μειώθηκε με ηπιότερο ρυθμό (-11,1%, σε ετήσια βάση).
Αξιοσημείωτη συμβολή στην πτωτική πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή -ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών- είχε η φορολογική μεταχείριση της κατανάλωσης ορισμένων κατηγοριών παροχής υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του έτους, σημειώθηκαν μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές στα μη αλκοολούχα ποτά, στην εστίαση, στον τουρισμό, στην ψυχαγωγία και στις μεταφορές, προκειμένου να υποστηριχτούν οι εν λόγω κλάδοι που πλήττονται έντονα από την πανδημία.
Ως αποτέλεσμα, ο μέσος Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή με Σταθερούς Φόρους (ΕνΔΤΚ-ΣΦ) υποχώρησε οριακά κατά 0,2%, το 2020, σε σύγκριση με το 2019.
Επιπρόσθετα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2β, οι τιμές παραγωγού στον τομέα της βιομηχανίας ακολούθησαν εντονότερη πτωτική τάση το 2020, σε σύγκριση με τις τιμές καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), καθώς υποχώρησαν κατά 7,2%, κατά μέσο όρο, το πρώτο ενδεκάμηνο του 2020, σε ετήσια βάση. Αξίζει να σημειωθεί δε, ότι οι τιμές παραγωγού στη μεταποίηση μειώθηκαν, στο ίδιο χρονικό διάστημα, κατά 10,6%, σε ετήσια βάση.
Τέλος, σύμφωνα με τις μεταβολές του ΕνΔΤΚ ανά κατηγορία προϊόντων, τις μεγαλύτερες αυξήσεις κατέγραψαν το 2020, σε σύγκριση με το 2019, οι τιμές στις κατηγορίες διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (+1,6%) και ένδυση και υπόδηση (+0,9%). Αντίθετα, οι πιο έντονες μειώσεις, σε ετήσια βάση, σημειώθηκαν, κατά το προηγούμενο έτος, στις μεταφορές (-4,7%) και στη στέγαση (-4,1%) και ακολουθούν οι επικοινωνίες (-1,7%), τα διαρκή αγαθά (-1,5%) και η κατηγορία ξενοδοχεία-εστίαση (-1,2%).
Με βάση τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε τον Οκτώβριο, κατά 0,3%, ή 10 χιλ. άτομα, σε ετήσια βάση, ενώ ο αριθμός των ανέργων διαμορφώθηκε στις 786,4 χιλ., σημειώνοντας οριακή αύξηση (+0,1%), σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.
Ως εκ τούτου, το ποσοστό της ανεργίας παρέμεινε αμετάβλητο τόσο σε ετήσια βάση, όσο και σε μηνιαία βάση και διαμορφώθηκε σε 16,7%. Σημειώνεται ότι το ποσοστό της ανεργίας του Σεπτεμβρίου αναθεωρήθηκε προς τα πάνω και ανήλθε, επίσης, σε 16,7%.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του Δελτίου Τύπου της ΕΛΣΤΑΤ, οι εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, αν η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες, ή αν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Επιπρόσθετα, ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός μειώθηκε κατά 43,9 χιλ. άτομα, ή 1,4%, σε σύγκριση με τον Οκτώβριο 2019 και κατά 10,7 χιλ. άτομα, ή 0,3%, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Όσον αφορά στα επιμέρους χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, ως προς την ηλικία, το φύλο και τη γεωγραφική διάρθρωση, αυτά έχουν ως ακολούθως:
Άνοδο σημείωσαν, σε ετήσια βάση, τον Οκτώβριο, τα ποσοστά της ανεργίας στους νέους έως 34 ετών, με τη μεγαλύτερη αύξηση να καταγράφεται στην κατηγορία 25-34 ετών (+2,1 μονάδες).
Συγκεκριμένα, στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ετών, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 24,6%, έναντι 22,5%, τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι. Επιπλέον, το ποσοστό της ανεργίας, στους νέους 15-24 ετών, αυξήθηκε κατά 0,6 της ποσοστιαίας μονάδας και διαμορφώθηκε σε 35%, το οποίο εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο που παρατηρείται μεταξύ των ηλικιακών ομάδων.
Αντίθετα, μείωση κατέγραψε το ποσοστό της ανεργίας στις λοιπές ηλικιακές ομάδες, κατά 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας, στην κατηγορία 35-44 ετών και κατά 0,9 της ποσοστιαίας μονάδας, στην ηλικιακή κατηγορία 45-54 ετών.
Τέλος, η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών, όπου το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε κατά 1,2 μονάδα και διαμορφώθηκε στο 12,2%. Σε σύγκριση με τον Οκτώβριο 2015, έτος κατά το οποίο η ανεργία στη χώρα βρισκόταν σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, το φετινό Οκτώβριο, τα ποσοστά της ανεργίας όλων των ηλικιακών ομάδων ήταν χαμηλότερα, με τη μεγαλύτερη πτώση να έχει σημειωθεί στην κατηγορία 15-24 ετών (-16,2 μονάδες).
Η ανεργία των ανδρών κατέγραψε ήπια υποχώρηση τον Οκτώβριο (-0,3 της μονάδας), ενώ η ανεργία των γυναικών αυξήθηκε οριακά (+0,2 της μονάδας), παραμένοντας σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο από το ποσοστό της ανεργίας στους άνδρες. Συγκεκριμένα, το ποσοστό της ανεργίας των ανδρών διαμορφώθηκε σε 13,5%, ενώ το ποσοστό της ανεργίας των γυναικών ανήλθε σε 20,6%.