Alpha Bank: Γιατί οι αγορές εμπιστεύονται την Ελλάδα

NEWSROOM
Alpha Bank: Γιατί οι αγορές εμπιστεύονται την Ελλάδα
Φωτο: Eurokinissi

Παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος εξαιτίας του πανδημικού φαινομένου, η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο εκτιμά ότι η διατήρηση της πτωτικής δυναμικής των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων, από τον Μάιο 2020, υποδηλώνει ότι οι αγορές προεξοφλούν:

Πρώτον, την ανθεκτικότητα της Ελληνικής Οικονομίας έναντι του υφεσιακού shock, σε χρονικό ορίζοντα διετίας, η οποία ήδη ενισχύεται από τα μέτρα στήριξης για το χρονικό διάστημα 2020-2021,

Δεύτερον, την ενεργό στήριξή της από τη μη συμβατική νομισματική πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ, μέσω των αγορών των ελληνικών τίτλων, στο πλαίσιο του νέου, Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP),

Τρίτον, το ευνοϊκότερο profile του ελληνικού χρέους, αναφορικά με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου για τα επόμενα δύο έτη, οι οποίες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τη μεγάλη περίοδο ωρίμανσης του χρέους, καθώς και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του αποτελείται, πλέον, από δάνεια σταθερού επιτοκίου,

Τέταρτον, το ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που προσδοκάται να προκύψει, την επόμενη εξαετία, μέσω της απορρόφησης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και των κονδυλίων από το ΕΣΠΑ 2021-2027 που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα.

Εκτός από την καθοδική πορεία των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων, το κλίμα εμπιστοσύνης βελτιώθηκε και στο εσωτερικό, όπως φαίνεται από τη μικρή άνοδο του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, σε σχέση με την περίοδο του lockdown. Σημειώνεται δε, ότι ο εν λόγω δείκτης παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.

Εξετάζεται η πορεία του αξιόχρεου της χώρας, κατά τη διάρκεια της νέας υφεσιακής διαταραχής και διερευνάται η σημασία του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργείται, για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό και την υλοποίηση των μέτρων στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας, ένα σημαντικό μέρος των οποίων ανακοινώθηκε αυτήν την εβδομάδα στο πλαίσιο του πολιτικο-οικονομικού ''Thessaloniki HELEXPO Forum''.

Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων και η συμμετοχή της χώρας μας στο PEPP αναμένεται να δώσουν πρόσθετη ευελιξία χρηματοδότησης της Ελληνικής Οικονομίας και να λειτουργήσουν επικουρικά στη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους σε χαμηλά επίπεδα.

Εκτός από την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική, μια πρόσθετη, ευνοϊκή παράμετρος για τα ελληνικά ομόλογα είναι η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Σχέδιο Ανάκαμψης, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι από τις πλέον ωφελημένες χώρες, με βάση τα κεφάλαια που θα διατεθούν σε επιδοτήσεις και δάνεια ως ποσοστό του ΑΕΠ (17%). Η εξέλιξη αυτή αναμένεται επιπλέον να στηρίξει την αναπτυξιακή πορεία της Ελληνικής Οικονομίας από το επόμενο έτος.

Η διαμόρφωση της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα διευκολύνει την εκδοτική δραστηριότητα του ελληνικού δημοσίου, επιτρέποντας τη διατήρηση των ταμειακών αποθεμάτων της χώρας σε ικανοποιητικό επίπεδο, μέσω των εκδόσεων ομολόγων.

Τα αντληθέντα κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές αναπληρώνουν τα κονδύλια που χρησιμοποιούνται από τα ταμειακά διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, έως ότου ξεκινήσει η εκταμίευση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης το 2021. Η μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου οδηγεί σε διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου, ωστόσο, σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, παραμένουν δύο σημαντικές προκλήσεις:

• Πρώτον, η διατήρηση της ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας, μέσω της παροχής κρατικών εγγυήσεων, αλλά και μέσω κοινοτικών κονδυλίων.

• Δεύτερον, η μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία που θα βοηθήσει στη διασφάλιση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας των απασχολουμένων που πλήττονται από την πανδημική κρίση.

Προς αυτή την κατεύθυνση, η Κυβέρνηση θεσμοθέτησε μια δέσμη νέων μέτρων για τη στήριξη των εισοδημάτων των εργαζομένων. Τούτο κρίνεται πολύ σημαντικό, καθώς η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης -η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 70% του ΑΕΠ- θα μπορούσε να αντισταθμίσει ένα μέρος της ζημίας που προκάλεσε η μεγαλύτερη του αναμενομένου μείωση της δραστηριότητας του τουριστικού κλάδου στην οικονομία, κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του έτους. Παράλληλα, τα εν λόγω μέτρα εκτιμάται ότι θα βελτιώσουν την εξασθενημένη καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία με τη σειρά της θα ενισχύσει τον κλάδο του λιανικού εμπορίου.

ΣΧΕΤΙΚΑ