Οι επενδυτές προσδοκούν «ανάσταση» της ΔΕΗ
Στις ισχυρές προσδοκίες για την ουσιαστική αντιμετώπιση των προκλήσεων και την αποσαφήνιση της στρατηγικής εξυγίανσης και επανατοποθέτησης της ΔΕΗ στην αγορά από τη νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί μετά τις προσεχείς εθνικές εκλογές οφείλεται το ανοδικό ξέσπασμα της μετοχής της ΔΕΗ.
Με ένα εντυπωσιακό ξέσπασμα που ξεκίνησε τη περασμένη Δευτέρα, πρώτη συνεδρίαση μετά τις ευρωεκλογές, η μετοχή της ΔΕΗ (+25,56%) κάλυψε πλήρως τη βύθιση που είχε προκαλέσει η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων για τη χρήση του 2018 και η αναφορά του ορκωτού ελεγκτή για «ουσιώδη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη συνέχιση της δραστηριότητας».
Τα νέα πολιτικά δεδομένα μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών, και η προοπτική σχηματισμού ισχυρής κυβέρνησης δημιουργούν ισχυρές προσδοκίες ότι μια σειρά μεγάλων προβλημάτων, που τα τελευταία χρόνια έχουν αφεθεί στον «αυτόματο» πιλότο, όπως η περίπτωση της ΔΕΗ επιτέλους θα αντιμετωπιστούν. Σύμφωνα με πληροφορίες η παρουσίαση ενός σχεδίου εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ με στόχο την εξασφάλιση της βιωσιμότητα της επιχείρησης στο νέο περιβάλλον και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της περιλαμβάνεται στις άμεσες προτεραιότητες του Κ. Μητσοτάκη.
Η απαξίωση της ΔΕΗ
Αυτή τη στιγμή η ΔΕΗ κινείται στον «αυτόματο», με τα προβλήματα να πολλαπλασιάζονται και τη θέση της εταιρίας να εξασθενεί σε μια λογική να μετατεθούν για αργότερα οι δύσκολες αποφάσεις. Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη του διαγωνισμού για την πώληση της λιγνιτικών, ο οποίος ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση και αφού ο λιγνίτης έχει απαξιωθεί και ο οποίος δεν ολοκληρώνεται, με την διοίκηση της ΔΕΗ να σπρώχνει όλο και αργότερα τις αποφάσεις. Η τελευταία παράταση του διαγωνισμού, παρά την αυστηρή προειδοποίηση της Κομισιόν, έγινε για τις 15 Ιουλίου. Επίσης, η αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των ανείσπρακτων οφειλών έχει ξεκινήσει με μικρά βήματα και αφού προηγουμένως υπήρξε κίνδυνος για πλήρη εκτροχιασμό.
Είναι πολύ μεγάλες οι ευθύνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η οποία μπλόκαρε το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ, που προωθούσε η κυβέρνηση Σαμαρά.
Το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ» προέβλεπε να δημιουργηθεί μια νέα εταιρία, μικρογραφία της ΔΕΗ, στην οποία θα μεταφέρονταν περίπου το 30% της αρχικής ΔΕΗ. Η νέα εταιρία, θα είχε το 30% της παραγωγικής ικανότητας της ΔΕΗ (με το 30% των λιγνιτικών, Υδροηλεκτρικών, ΑΠΕ κλπ), το 30% της λιανικής (το 30% των καλών και το 30% των κακών πελατών), το 30% των υποχρεώσεων κλπ. Η «μικρή ΔΕΗ» θα ήταν επικεντρωμένη στη Βόρεια Ελλάδα, με προοπτική να επεκταθεί στα Βαλκάνια, και θα πωλούνταν σε ιδιώτη, πετυχαίνοντας το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας.
Ωστόσο, η κυβέρνηση ακύρωσε το σχέδιο και προχώρησε σε μια σειρά αυτοσχεδιασμών που βύθισαν τη ΔΕΗ. Μεγάλο πλήγμα για τη ΔΕΗ ήταν η καθιέρωση των ΝΟΜΕ. Επειδή ακυρώθηκε η πώληση της μικρής ΔΕΗ και επειδή η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να ανοίξει την αγορά ενέργειας, η κυβέρνηση επέβαλε στην ΔΕΗ να πουλάει σε άλλους παραγωγούς ρεύμα που παρήγαγε σε τιμή χαμηλότερη του κόστους παραγωγής, επιβαρύνοντας τη ΔΕΗ με ζημιές ύψους 1 δισ. ευρώ. Επίσης, με την απόφαση να μην κινείται καμία διαδικασία διακοπής ηλεκτροδότησης για οφειλές που δεν ξεπερνούσαν τα 1.000 ευρώ, οδήγησε στο επίπεδο των 3 δισ. ευρώ τις ανεξόφλητες οφειλές. Η ΔΕΗ βρέθηκε σε τόσο άσχημο σημείο που δεν είχε μετρητά για να χρηματοδοτεί βασικές λειτουργίες της.
Ασφαλώς μεγάλες ευθύνες έχουν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που είχαν μετατρέψει την ΔΕΗ σε έναν μηχανισμό εξυπηρέτησης κομματικών και όχι μόνο συμφερόντων.
Με αποτίμηση χρεοκοπίας
Στις 5 Ιουνίου 2012 ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έκλεισε στις 476 μονάδες, το χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 22 ετών. Ήταν οι δραματικές εβδομάδες εν αναμονή των νέων εκλογών της 17ης Ιουνίου μετά το σοκ τον εκλογών του Μαΐου 2012 που οδήγησαν σε κατάρρευση των εκλογικών ποσοστών Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.
Οι αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιριών κατέρρευσαν σε επίπεδα χρεοκοπίας, εξαιτίας του κινδύνου χώρας: είναι χαρακτηριστικό ότι η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ βρέθηκε στα 274 εκατ. ευρώ ενώ άλλες μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης όπως ΟΤΕ στα 561 εκατ. ευρώ, η Μοτορ Όιλ βρέθηκε στα 448 εκατ. ευρώ ενώ η Μυτιληναίος στα 162 εκατ. ευρώ!
«Σε αναζήτηση κυβέρνησης – Ιστορική κατάρρευση των κομμάτων εξουσίας», ήταν το πρωτοσέλιδο εφημερίδας την Δευτέρα 7 Μαΐου αποτυπώνοντας την ανησυχία και την αμηχανία των ημερών. Τις επόμενες εβδομάδες η ανησυχία των αγορών «χτύπησε κόκκινο» και το φάσμα του Grexit και μιας άτακτης χρεοκοπίας σκέπασε τα πάντα.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες. Η χρηματιστηριακή αγορά ανέκαμψε, εμφάνισε νέες μεγάλες αρρυθμίες και διακυμάνσεις το 2015, ωστόσο μετά την άτακτη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, η αγορά ανέκτησε μέρος του χαμένου εδάφους. Από το 2017 ο κίνδυνος χώρας είχε μειωθεί δραστικά, αν όχι εκμηδενιστεί, ενώ το 2018 ήταν χρονιά ανάκαμψης για την οικονομία.
Και ενώ οι περισσότερες μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης έχουν ανακτήσει εδώ και χρόνια πλήρως το χαμένο έδαφος (η μετοχή του ΟΤΕ διαπραγματεύονταν καιρό με κεφαλαιοποίηση άνω των 5 δις. ενώ σήμερα προσεγγίζει τα 6 δις., η Μότορ Όιλ πάνω από τα 2,3 δισ. ευρώ, η Μυτιληναίος πάνω από το 1 δις. ευρώ) η μετοχή της ΔΕΗ εξακολουθούσε να διαπραγματεύεται σε επίπεδα που παρέπεμπαν σε χρεοκοπία.
Στα μέσα Μαΐου διαπραγματεύονταν με χρηματιστηριακή αξία κάτω των 300 εκατ. ευρώ, λίγες μέρες νωρίτερα είχε βρεθεί στα 267 εκατ. ευρώ χαμηλότερα δηλαδή και από την αποτίμηση που είχε το 2012 όταν η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα από την άτακτη χρεοκοπία. Τις απώλειες αυτές μετριάζει κάπως για τους μετόχους της ΔΕΗ η απόσχιση της ΑΔΜΗΕ, η οποία σήμερα έχει κεφαλαιοποίηση 391 εκατ. ευρώ, χωρίς ωστόσο να αλλάζει ουσιαστικά την αρνητική εικόνα της τιμής με την οποία αποτιμά η αγορά την ΔΕΗ.
Η ΔΕΗ είναι η μοναδική εταιρία του δείκτη μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης που διαπραγματεύεται με σχέση τιμής προς λογιστική αξία χαμηλότερη του 10%, επίπεδο που αποτυπώνει την βαθιά απαισιοδοξία της αγοράς και των επενδυτών για τις προοπτικές της εταιρίας.
Όπως σημειώνουν αναλυτές το 2012 τα EBIDTA της ΔΕΗ κυμαίνονταν στα 1,3 με 1,4 δισ. ευρώ και τώρα μετά βίας φτάνουν τα 200 εκατ. ευρώ και, όπως, τονίζουν αν δεν αντιμετωπιστούν γρήγορα και αποτελεσματικά τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα τότε η εταιρία κινδυνεύει να περάσει το κρίσιμο σημείο μετά το οποίο θα είναι πολύ δύσκολη η επιστροφή στην κανονικότητα.