Πώς η Eurobank πήρε «κεφάλι» στην τραπεζική κούρσα
Την Τετάρτη 21 Νοεμβρίου η μετοχή της Eurobank έκλεισε στα 0,443 ευρώ, πολύ κοντά στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα τιμών της, ενώ η κεφαλαιοποίησή της διολίσθησε κάτω από το 1 δισ. ευρώ, με την ανησυχία των επενδυτών για την κατάσταση των τραπεζών και τον κίνδυνο νέας ανακεφαλαιοποίησης να κορυφώνονται.
Ήταν η περίοδος που βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη η κερδοσκοπική επίθεση εναντίων των εγχώριων τραπεζών: η διαγραφή της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας από τον MSCI, τροφοδότησαν μεγάλες πιέσεις στο χρηματιστήριο ενώ υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι υπήρξαν συντονισμένες κινήσεις, κύκλων που είχαν άμεσο συμφέρον από ένα τραπεζικό «ατύχημα», για την δημιουργία πανικού στους καταθέτες.
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αθόρυβα και υπερεντατικά, η διοίκηση της Eurobank στα μέσα Νοεμβρίου είχε ήδη ολοκληρώσει, μετά από πολύμηνη προετοιμασία, το σχέδιο αντεπίθεσης και ετοιμαζόταν να εξαπολύσει το πυρηνικό όπλο: το απόγευμα της Κυριακής 25 Νοεμβρίου στα κεντρικά γραφεία της τράπεζας, στον Οδό Όθωνος στο Σύνταγμα, συγκεντρώθηκαν τα μέλη του ΔΣ για μια έκτακτη συνεδρίαση, προκειμένου να εγκρίνουν και να θέσουν σε εφαρμογή το Σχέδιο Επιτάχυνση, με την απορρόφηση της Grivalia και τη δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Ακριβώς έξι μήνες μετά η «νέα» Eurobank παίρνει σάρκα και οστά. Αύριο ξεκινά η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών που προέκυψαν μετά την συγχώνευση με την Grivalia, η οποία οδηγεί την Eurobank σε κεφαλαιοποίηση σχεδόν 3 δισ. ευρώ. Είναι η τρίτη υψηλότερη στο ελληνικό χρηματιστήριο και σχεδόν 50% υψηλότερα από την δεύτερη σε αξία Alpha Bank.
Με την ολοκλήρωση των συναλλαγών που προβλέπονται στο πλαίσιο του σχεδίου, στο τέλος του 2019 ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων (NPEs) της Eurobank, θα περιοριστεί δραστικά στο 15% από 39% σήμερα, πραγματοποιώντας ένα «άλμα» προς την κανονικότητα. Με τη συγχώνευση ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (CET1, με την πλήρη εφαρμογή του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ) αυξάνεται στο 13,8% και τα προ-προβλέψεων έσοδα στα 0,28 ευρώ ανά μετοχή ενώ η «νέα» τράπεζα θα επιτύχει απόδοση άνω του 10% επί των ιδίων κεφαλαίων (RoTE) το 2020.
Τι έκανε τη μεγάλη διαφορά
Πώς λοιπόν, λίγους μήνες μετά το ναδίρ του Νοεμβρίου, η Eurobank κατάφερε να κατάφερε να πάρει τα πρωτεία στην τραπεζική κούρσα και μάλιστα με διαφορά; Η σύντομη απάντηση είναι ότι η Eurobank έχει βασικό μέτοχο. Η Fairfax Financial Holdings κατείχε το 18,4% των μετοχών της τράπεζας ενώ σήμερα μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης το ποσοστό της στην «νέα» Eurobank ανέρχεται σε 33,03%.
Η ύπαρξη ενός ισχυρού μετόχου λειτούργησε καταλυτικά για την τράπεζα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο να τεθούν σε κίνηση, έγκαιρα και με το σωστό τρόπο, πολλά γρανάζια. Η Fairfax είχε ενεργό συμβολή ώστε η τράπεζα να αποκτήσει απο νωρίς μια ισχυρή διοικητική ομάδα, ενώ δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν φαινόμενα εσωστρέφειας, επιτρέποντάς της να επικεντρωθεί στα μεγάλα προβλήματα και προκλήσεις.
Η ύπαρξη ενός ισχυρού μετόχου είχε καταλυτική επίδραση στην λήψη αποφάσεων και στην επιτάχυνση εφαρμογής των αποφάσεων αυτών: ο όμιλος Fairfax, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα και την προοπτική ισχυρών αποδόσεων με την επιστροφή της Ελλάδας σε ανάπτυξη, αναγνώρισε την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του μεγάλου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, για την φυγή της τράπεζας προς τα εμπρός. Έτσι έλαβε την δύσκολη απόφαση να ενισχύσει, έμμεσα, κεφαλαιακά την τράπεζα, μέσω της συγχώνευσης με την Grivalia (της οποίας επίσης ήταν βασικός μέτοχος) και με τα πρόσθετα κεφάλαια να δοθεί μια αποφασιστική απάντηση στην μεγάλη ανησυχία των επενδυτών: τα «κόκκινα» δάνεια.
Η Fairfax απείλησε με θεούς και δαίμονες όταν το ΤΧΣ, παρά το πολύ μικρό ποσοστό του στην Eurobank (2,38%) απείλησε να μλοκάρει με... βέτο την συγχώνευση, με αιτιολογικό την απομείωση που θα είχε στο ποσοστό του! Το περιστατικό αυτό, με τους γραφειοκράτες του ΤΧΣ να προσπαθούν με μια λογιστική, μυωπική, λογική να ανατρέψουν μια μεγάλη στρατηγική κίνηση που έλυνε μακροπρόθεσμα το πρόβλημα μιας τράπεζας βάζοντας τις βάσεις για την επιστροφή της στην κανονικότητα, και η αντίδραση του πραγματικού μετόχου που προάσπιζε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του, αποτυπώνει χαρακτηριστικά το σημείο που έκανε τη μεγάλη διαφορά στην Eurobank.
Aποτυπώνει παράλληλα ένα ευρύτερο πρόβλημα για τον τραπεζικό κλάδο: τον ρόλο του ΤΧΣ ως μετόχου, τα άτομα που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης αλλά και την ποιότητα των ΔΣ των τραπεζών, με τη συμμετοχή πολλών ατόμων από το εξωτερικό χωρίς επαφή με τη χώρα και τα προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εθνική Τράπεζα, όπου βασικός μέτοχος είναι το ΤΧΣ με 40,39%, ταλανίζεται τα τελευταία χρόνια από πολλά διοικητικά προβλήματα και εξαιρετικά άστοχους χειρισμούς, όπως το φιάσκο με την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, με την τράπεζα να παραμένει εδώ και μεγάλο διάστημα σε κατάσταση εσωστρέφειας.
Η Fairfax δεν έμεινε αδρανής και μετά την παρουσίαση του Σχεδίου Επιτάχυνση: όταν κερδοσκοπικοί κύκλοι προσπαθούσαν να διασπείρουν ανησυχίες για τις δυνατότητες υλοποίησης του σχεδίου λόγω των σύνθετων συναλλαγών που απαιτούσε, τροφοδοτώντας νέες πιέσεις στη μετοχή της τράπεζας, η Fairfax φρόντισε να αποστείλει ένα ακόμα μήνυμα σε όσους επενδυτές και χαρτοφυλάκια προχωρούσαν σε ανοιχτές πωλήσεις μετοχών: ανακοίνωσε την αγορά 5 εκατομμυρίων μετοχών της τράπεζας από το χρηματιστήριο.
Τα επόμενα βήματα
Κάπως έτσι σήμερα η Eurobank έχει βρεθεί στην κορυφή των αποτιμήσεων των συστημικών τραπεζών, από 4η που ήταν το 2015, ενώ διαθέτει το πιο ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων και μετάβασης στην μετά την κρίση εποχή.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα δύσκολα είναι πίσω: εξαιρετικά κρίσιμο για την ολοκλήρωση του project Επιτάχυνση είναι να ολοκληρωθούν με επιτυχία, δηλαδή με καλή τιμολόγηση, οι δυο μεγάλες τιτλοποιήσεις που είναι σε εξέλιξη και μέσω των οποίων η «νέα» Eurobank θα κόψει τον ομφάλιο λώρο με το τοξικό χαρτοφυλάκια των «κόκκινων» δανείων.
Ακολουθούν πολλές ακόμα δυσκολίες και προκλήσεις: η διοίκηση της τράπεζας θα πρέπει να επιτύχει τους στόχους κερδοφορίας ώστε να διασφαλιστεί ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα υπάρξει επίπτωση λόγω αναβαλλόμενου φόρου, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων να είναι αποδοτική ώστε να επιτυγχάνονται οι χρηματοροές που απαιτούνται για τη λειτουργία του σχήματος, και παράλληλα να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες και να ενισχύσει τα μερίδιά της στην τραπεζική αγορά με νέες χορηγήσεις (που θα φέρουν νέα έσοδα). Παράλληλα χρειάζεται και μια γερή δόση τύχης: η χώρα να συνεχίσει να βαδίζει σταθερά, οι μεταρρυθμίσεις να συνεχιστούν και να επιταχυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης, μόνο έτσι θα μπορέσει το τραπεζικό σύστημα να λύσει τα προβλήματα οριστικά και να επανέλθει σε κανονικότητα.
Στο τέλος της ημέρας όλα θα κριθούν από την απόδοση κεφαλαίων (ROE) το 2020, και την υπόσχεση που έχει δώσει η διοίκηση της Eurobank, καθώς τότε ο μέτοχος θα κάνει λογαριασμό και θα αξιολογήσει τους πάντες από τα αποτελέσματα.