Δύο «πληγές» στους ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς για έργα
Μεγάλες καθυστερήσεις στην ανάθεση έργων έχουν φέρει οι ηλεκτρονικοί διαγωνισμοί, που καθιερώθηκαν για να επιταχύνουν τις διαδικασίες, ενώ η αδιαφάνεια εξακολουθεί να... βασιλεύει, με αποκορύφωμα τη δυνατότητα που δόθηκε με πρόσφατο νόμο στις αρχές να «βαφτίζουν» όποιο έργο θέλουν ως «κατεπείγον» και να επιλέγουν κατασκευαστές χωρίς διαγωνισμό.
«Στην Ελλάδα καταφέραμε η εισαγωγή των ηλεκτρονικών διαγωνισμών να επιφέρει επιβράδυνση του χρόνου ανάθεσης των έργων και των μελετών, αφού ο μέσος χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ δημοπράτησης και υπογραφής σύμβασης έργου είναι, περίπου, ένα έτος και αυτό για έργα στα οποία δεν προκύπτουν σοβαρές εμπλοκές. Αλλιώς φθάνουμε μέχρι και τέσσερα χρόνια».
Οι φράσεις αυτές ανήκουν στον κ. Γιώργο Βλάχο, Πρόεδρο του ΣΑΤΕ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιρειών), που εκπροσωπεί την πλειονότητα των εργοληπτών δημοσίων έργων και ειπώθηκαν, στο πλαίσιο ημερίδας που διοργάνωσαν οι φορείς του τεχνικού κόσμου την προηγούμενη εβδομάδα, σε μια ακόμα προσπάθεια αφύπνισης της πολιτικής ηγεσίας του Υπ. Υποδομών, προκειμένου να γίνουν οι δομικές αλλαγές που απαιτεί το θεσμικό πλαίσιο δημοσίων έργων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα πάντως με τον κ. Βλάχο, ο οποίος έχει εμπειρία δεκαετιών στον κλάδο των κατασκευών, το θεσμικό πλαίσιο του 2016 για τις αναθέσεις των δημοσίων συμβάσεων, όχι μόνο δεν βελτίωσε την κατάσταση, αλλά αντιθέτως την επιδείνωσε, ανοίγοντας και παράθυρο νέων φαινομένων διαφθοράς. «Φωτογραφικοί όροι, αντιφατικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις δικαστηρίων και Ανεξάρτητων Αρχών καθώς και απουσία κατευθύνσεων από το Υπουργείο Υποδομών έχουν οδηγήσει σε αύξηση της αδιαφάνειας», τόνισε.
Το τελευταίο κρούσμα αφορά στην ψήφιση του άρθρου 43 του ν. 4605/2019, το οποίο αφορά στη θέσπιση της πλήρους απελευθέρωσης των απευθείας αναθέσεων, χωρίς μάλιστα την επιβολή κάποιου ορίου στον προϋπολογισμό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του χαρακτηρισμού ενός ως «κατεπείγοντος» από την αναθέτουσα αρχή, κάτι που της επιτρέπει να το αναθέσει όπου θέλει χωρίς διαγωνισμό! Σύμφωνα με τον κ. Βλάχο, η ρύθμιση αυτή είναι σκανδαλώδης και «δίνει το σύνθημα για γενική ρεμούλα».
Τόνισε, επίσης, πως υπάρχει σοβαρό έλλειμμα διαφάνειας με «αδυναμία πρόσβασης του πολίτη σε κρίσιμες παραμέτρους των αποτελεσμάτων των ηλεκτρονικών διαγωνισμών δημοσίων συμβάσεων π.χ. το ποσοστό έκπτωσης, ο χρόνος πρόσκλησης για υπογραφή σύμβασης με τον ανάδοχο, κ.α.», γεγονός που αδυνατίζει τις πραγματικές δυνατότητες που θα έπρεπε να είχε ένα σωστό σύστημα ηλεκτρονικών διαγωνισμών δημοσίων συμβάσεων. Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τη διαδικασία προγραμματισμού, ανάθεσης και εκτέλεσης έργων, γεννώντας τα φαινόμενα των εξωφρενικών εκπτώσεων και των καθυστερήσεων στην διαδικασία ανάθεσης.
Οι φορείς του κλάδου προτείνουν μια σειρά μέτρων για την αντιστροφή της κατάστασης αυτής, ώστε να επιταχυνθεί η ανάθεση κι εκτέλεση των έργων, με τρόπο αδιάβλητο. Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Συριανό, πρόεδρο του ΣΤΕΑΤ, του συνδέσμου που εκπροσωπεί τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου, «τα έργα μπορούν να εκκινούν 15 μήνες μετά την υποβολή μιας αυτόκλητης πρότασης κι όχι σε 90 μήνες που απαιτούνται σήμερα».
Για το σκοπό αυτό, οι φορείς του κλάδου προτείνουν (έχουν μάλιστα ετοιμάσει και σχετική πρόταση με μορφή νομοθετήματος) την θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Έργων και Μελετών. Ένα τέτοιο σύστημα θα αποτυπώνει το πραγματικό κόστος κάθε έργου και κάθε μελέτης, ώστε οι αναθέτουσες αρχές να έχουν έναν αρκετά ακριβή προϋπολογισμό στα χέρια τους και να είναι σε θέση να κρίνουν με αρκετή ασφάλεια την οικονομική προσφορά του κάθε εργολήπτη, αποκλείοντας όσες είναι ασυνήθιστα χαμηλές. Πρόκεται για ένα «εργαλείο», το οποίο ο τεχνικός κλάδος ζητά από το 2009, καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις για την τιμολόγηση και κοστολόγηση των έργων.