Δυναμικές και εξωστρεφείς οι μικρές επιχειρήσεις
Εντυπωσιακή δυναμική και ισχυρά αντανακλαστικά παρουσιάζουν στην πορεία εξέλιξής τους οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας. Το προφίλ τους δείχνει ότι αν και είναι οικογενειακές, οι περισσότερες έχουν εξωστρεφείς τάσεις, είναι καινοτόμες, δραστήριες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαθέτουν δική τους ιστοσελίδα και ηλεκτρονικά καταστήματα, ενημερώνονται εκτενώς για τις εξελίξεις, πραγματοποιούν ηλεκτρονικά τις συναλλαγές τους και έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις.
Η έρευνα που παρουσιάστηκε προ ημερών είναι η πρώτη που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ στο πλαίσιο της Έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Πραγματοποιήθηκε από την εταιρία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 802 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό) κατά το διάστημα 4 έως 12 Δεκεμβρίου 2018. Αφορά την ανάλυση των αποτελεσμάτων σχετικά με τη διάρθρωση, την αποτελεσματικότητα, την εξωστρέφεια, την υιοθέτηση καινοτομίας και συνεργασιών, τα εμπόδια και το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στους κλάδους της μεταποίησης, του εμπορίου και των υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αποτελεί προϊόν ίδρυσης από τον σημερινό ιδιοκτήτη (52,5%). Το 38,4% δήλωσε ότι η επιχείρηση του είναι προϊόν διαδοχής ενώ μόλις το 9,1% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η επιχείρηση του είναι προϊόν μεταβίβασης μέσω αγοράς από τρίτο. Τα συγκεκριμένα ευρήματα κατ' αρχάς επιβεβαιώνουν ότι ένας πολύ σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων είναι οικογενειακές, οι οποίες μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά. Γενικά εκτιμάται ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποτελούν το 80% των επιχειρήσεων. Ωστόσο, όπως προκύπτει και από τα ευρήματα της έρευνας μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό επιχειρήσεων αποτελεί προϊόν μεταβίβασης μέσω αγοράς από τρίτο, γεγονός που συνιστά ένα πεδίο προβληματισμού για ενδεχόμενα εμπόδια που μπορεί να υπάρχουν στο ζήτημα της μεταβίβασης και καθιστούν απρόσφορη τη σχετική διαδικασία. Ως συνέπεια καθίσταται προτιμότερη η ίδρυση, σε σχέση με την μεταβίβαση είτε όταν πρόκειται για εξαγορά, είτε όταν πρόκειται για διαδοχή. Το ζήτημα έχει επισημανθεί και σε επίπεδο Ε.Ε. καθώς σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάθε χρόνο μεταβιβάζονται περίπου 450.000 επιχείρησες που απασχολούν περίπου 2 εκατ. εργαζομένους. Μάλιστα, εκτιμάται ότι κάθε χρόνο κλείνουν περίπου 150.000 επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την απώλεια περίπου 600.000 θέσεων απασχόλησης λόγω αποτυχίας μεταβίβασης των επιχειρήσεων. Ως βασικές αιτίες αναφέρονται οι χρονοβόρες διαδικασίες, η φορολόγηση και η έλλειψη ενημέρωσης. Παράλληλα η νομική μορφή και η ηλικία της επιχείρησης αποτελούν επιπρόσθετους παράγοντες που επηρεάζουν την μεταβίβαση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένες ενέργειες που μπορεί να υιοθετηθούν για την διευκόλυνση των μεταβιβάσεων είναι:
▪ Βελτίωση των νομικών, διοικητικών και φορολογικών διατάξεων για την μεταβίβαση των επιχειρήσεων.
▪ Αξιοποίηση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών ταμείων για την στήριξη των μεταβιβάσεων των ΜμΕ σε επιχειρηματίες που επιθυμούν να συνεχίσουν τη λειτουργία της επιχείρησης.
▪ Παροχή ενημερωτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών.
▪ Συλλογή δεδομένων και παρακολούθηση των μεταβιβάσεων.
▪ Δημιουργία ψηφιακών πλατφόρμων για την αγοροπωλησία ΜμΕ σε συνδυασμό με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και καθοδήγησης από εμπειρογνώμονες ή/και μέσω σεμιναρίων για όσους επιθυμούν να πουλήσουν ή να αγοράσουν.
▪ Μέτρα για την εξασφάλιση της συνέχισης προσωπικών εταιρειών και ατομικών επιχειρήσεων σε περίπτωση θανάτου ενός από τους εταίρους ή του επιχειρηματία.
▪ Ενθάρρυνση των επιχειρηματιών να προετοιμάσουν τη διαδοχή τους εν ζωή, κυρίως όταν η μεταβίβαση δεν μπορεί να γίνει εντός του οικογενειακού κύκλου.
Προσαρμογή της φορολόγησης της μεταβίβασης ώστε να μην έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ρευστότητα της επιχείρησης και κατ ́ επέκταση στη βιωσιμότητα της για τις περιπτώσεις της διαδοχής.
Τα 16,7% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι πραγματοποιούν εξαγωγές προϊόντων ή υπηρεσιών. Το 66,4% πραγματοποιεί εξαγωγές σε χώρες τις Ε.Ε. ενώ το 23,9% σε τρίτες χώρες. Σε ποσοστό επί του τζίρου οι εξαγωγές που πραγματοποιούνται αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 25% των συνολικών πωλήσεων των ερωτηθέντων. Από την επιμέρους εξέταση των στοιχείων προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που κυρίως εξάγουν είναι οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα της μεταποίησης (34,7%) με τζίρο πάνω από 300.000 ευρώ (39,7%) και με πάνω από 5 εργαζόμενους (34,9%). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ8 (2018), το 2016 18.004 επιχειρήσεις πραγματοποίησαν εξαγωγές. Από αυτές και χωρίς να εξετάζεται ο όγκος των συναλλαγών, οι 12.313 (68,4%) ήταν πολύ μικρές και 5.180 (28,8%) μικρές και μεσαίες.
Όπως φαίνεται τόσο από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όσο και από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν εξαγωγές είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 άτομα προσωπικό). Για να ενισχυθεί περαιτέρω η δυναμική αυτή, καθώς όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας το 35,6% πραγματοποιεί ένα πολύ μικρό ποσοστό των πωλήσεων του σε εξαγωγές, θα πρέπει να αρθούν τα όποια εμπόδια αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές που εκτίθενται στον διεθνή ανταγωνισμό. Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει ότι, με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση και το ρευστό φορολογικό περιβάλλον, τα σημαντικότερα εμπόδια που θεωρούν οι επιχειρήσεις ότι αντιμετωπίζουν είναι :
▪ η έλλειψη ρευστότητας/ πρόσβαση σε χρηματοδότηση (38,8%)
▪ ο αθέμιτος ανταγωνισμός/ παραοικονομία (25,4%)
▪ το υψηλό μη μισθολογικό κόστος (13,4%)
▪ η γραφειοκρατία (12,7%)
Από τα ευρήματα φαίνεται για ακόμη μια φορά η αδυναμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα εάν τελικά χρηματοδοτηθούν καλούνται να πληρώσουν και πολλαπλάσια επιτόκια σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό. Το ζήτημα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών από τον τραπεζικό τομέα έχει αρχίσει να λαμβάνει χαρακτηριστικά διαρθρωτικού προβλήματος. Κατ' επέκταση κρίνεται ότι είναι θετική εξέλιξη η δημιουργία Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας για την χρηματοδότηση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Το 12,3% των ερωτώμενων δήλωσε ότι διαθέτει ηλεκτρονικό κατάστημα (e-shop). Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφουν οι εμπορικές επιχειρήσεις (15,7%) και οι επιχειρήσεις με ηλικία 5-10 έτη (17,1%) και οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο επιχειρήσεις (19%).
Το 60,8% των επιχειρήσεων διαθέτουν την δική τους ιστοσελίδα, ενώ το 54,6% δήλωσε ότι διαθέτει λογαριασμούς στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφουν οι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν την τελευταία 5ετία (64,3%) και οι επιχειρήσεις με πάνω από 5 άτομα προσωπικό (65,6%). Γενικά φαίνεται πως η συγκεκριμένη μορφή προώθησης των επιχειρήσεων είναι αρκετά διαδεδομένη.
Το 20% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η επιχείρηση του συμμετέχει σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες προώθησης προϊόντων / υπηρεσιών. Τα υψηλοτέρα ποσοστά καταγράφουν ο κλάδος των υπηρεσιών (27,4%), οι επιχειρήσεις που δημιουργηθήκαν την τελευταία πενταετία (25,7%) και οι επιχειρήσεις με πάνω από 5 άτομα προσωπικό (29,8%).
Το 15,3% των επιχειρήσεων έχουν συμμετάσχει την τελευταία τριετία σε κάποια έκθεση στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό με δικό τους περίπτερο. Οι επιχειρήσεις που καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής είναι οι μεταποιητικές (24,9%), εκείνες που λειτουργούν 5 με 10 έτη (20,7%), οι μεγαλύτερες με βάση
τον τζίρο και το προσωπικό επιχειρήσεις (31% & 37,5% αντίστοιχα) καθώς και οι εξαγωγικές (41,8%).
Το 46,4% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το τελευταίο έτος έχει διαφημιστεί μέσω διανομής φυλλαδίων, διαφημίσεων σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης κλπ. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφουν οι επιχειρήσεις με πάνω από 5 άτομα προσωπικό (59,6%).
Η συντριπτική πλειοψηφία (88,9%) των επιχειρηματιών παρακολουθεί τον ανταγωνισμό στον κλάδο του.
Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στην ενημέρωση για τις κλαδικές εξελίξεις από συναδέλφους και φίλους (88,7%), από το διαδίκτυο (88,5%), μέσω επισκέψεων και συνεδρίων (73,9%) και μέσω κλαδικών και ειδικών εντύπων (72,7%).
Τα υψηλότερα ποσοστά σχετικά με την ενημέρωση για τις κλαδικές εξελίξεις μέσω επισκέψεων σε εκθέσεις και παρακολούθησης σεμιναρίων καταγράφουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις (79,3%), οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο και τον αριθμό των εργαζομένων επιχειρήσεις (89,7% και 84,4% αντίστοιχα) και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις (79,9%).
Μετά από επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας φαίνεται πως το 19,5% των επιχειρήσεων έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, ή/και για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ ή/και για κοινή αποθήκη. Σε ό,τι αφορά στα θέματα καινοτομίας, το 38,8% των επιχειρήσεων έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή/και την οργάνωση της επιχείρησης ή/και την εξωστρέφεια.
Ειδικότερα για τις συνέργειες το 15,1% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει πραγματοποιήσει κάποιου είδους συνέργεια για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, το 9,1% δήλωσε ότι έχει συνεργαστεί για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ κλπ. Ενώ, μόλις το 3,9% δήλωσε ότι έχει αναπτύξει συνεργασία για κοινή αποθήκη. Οι επιχειρήσεις που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη δραστηριότητα στις συνέργειες είναι αυτές που έχουν δημιουργηθεί την τελευταία πενταετία (24,2%) και οι μεγαλύτερες με βάση το τζίρο και τον αριθμό εργαζομένων επιχειρήσεις (28,6% & 25% αντίστοιχα).
Γενικά, φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις προτιμούν συνέργειες που δεν απαιτούν την δημιουργία κάποιας εταιρικής σχέσης (πχ κοινή αποθήκη) για την πραγματοποίηση τους. Βάσει των παραπάνω, με σκοπό την ενθάρρυνση των συνεργειών ίσως θα πρέπει να δοθεί βαρύτητα στην προώθηση ευέλικτων και (αρχικώς) άτυπων συνεργατικών σχηματισμών που όπως φαίνεται είναι περισσότερο προσφιλείς στους επιχειρηματίες και αποτελούν ένα σημαντικό κίνητρο για την καταρχήν συμμετοχή τους σε συνεργατικά σχήματα. Όπως προαναφέρθηκε μια δομή υποστήριξης και καθοδήγησης συνεργειών και καινοτομίας (ως φορέας - αρωγός) συνιστά μια σημαντική προϋπόθεση για τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό, λειτουργία και ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων και μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο εκκολαπτήριο τέτοιων ενεργειών. Συνιστά κοινή παραδοχή, όπως επίσης προκύπτει και από τα εμπειρικά δεδομένα και τη σχετική επιχειρησιακή εμπειρία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ότι τέτοιες δομές επιτελούν έναν πολύ σημαντικό ρόλο σε επίπεδο ωρίμανσης, λειτουργίας και στρατηγικής καθοδήγησης που καθίσταται αναγκαίος για την βιώσιμη ανά- πτυξη σύνθετων συνεργατικών εγχειρημάτων.
Ειδικότερα για την καινοτομία το 26,9% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι την τελευταία τριετία ανέπτυξε κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία. Το 17,6% δήλωσε ότι εισήγαγε κάποιου είδους καινοτομία σχετικά με την οργάνωση της επιχείρησης, ενώ το 18% κάποιου είδους καινοτομία σχετικά με την εξωστρέφεια. Γενικά οι μεταποιητικές επιχειρήσεις (48,2%) και οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο και τους εργαζόμενους επιχειρήσεις (52,4% και 56,8% αντίστοιχα) καταγράφουν τα μεγαλύτερα ποσοστά.
Περίπου 3 στις 4 επιχειρήσεις πραγματοποιούν συναλλαγές με ηλεκτρονικό τρόπο (74,8%). Με βάση τα στοιχεία της έρευνας οι ηλεκτρονικές συναλλαγές ως ποσοστό επί του τζίρου αντιστοιχούν στο 43,2% κατά μέσο όρο για τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές συναλλαγές. Για την περαιτέρω αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών απαιτούνται επιπλέον κίνητρα. Ζητούμενο παραμένει η θέσπιση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού και ο εξορθολογισμός των τραπεζικών χρεώσεων και προμηθειών.
Όσον αφορά στα εμπόδια για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας με εξαίρεση την υπερφορολόγηση που σε προηγούμενες έρευνες έχει καταγραφεί ότι θεωρείται το σημαντικότερο εμπόδιο, ο αθέμιτος ανταγωνισμός - παραοικονομία (85,1%), η ρευστότητα - πρόσβαση σε χρηματοδότηση (82,8%) και η γραφειοκρατία (81,9%) θεωρούνται τα σημαντικότερα εμπόδια. Ακολουθούν το υψηλό μη μισθολογικό κόστος (75%), το κόστος ενέργειας (71,1%) και τελευταίο εμπόδιο κατατάσσονται οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας (47%). Ως σημαντικότερο εμπόδιο θεωρείται η ρευστότητα -πρόσβαση σε χρηματοδότηση (43,3%) για περισσότερους από 4 στους 10 επιχειρηματίες. Το πρόβλημα χρηματοδότησης έχει επισημανθεί και από τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, όπου σύμφωνα με την τελευταία έρευνα (Φεβρουάριος 2019) αποτυπώνεται ότι μόλις το 3,6% των επιχειρήσεων έχουν λάβει κάποιου είδους χρηματοδότηση από τις τράπεζες το τελευταίο έτος, ενώ οι 9 στις 10 ΜμΕ δεν απευθύνονται στις τράπεζες για χρηματοδότηση. Έχει ήδη επισημανθεί ότι το ζήτημα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών από τον τραπεζικό τομέα έχει αρχίσει να λαμβάνει χαρακτηριστικά διαρθρωτικού προβλήματος.