Alpha: Οι παράγοντες που μπορούν να φέρουν επενδύσεις 77 δισ.

NEWSROOM
Alpha Bank
Φωτό: Eurokinissi

Την εξέλιξη των βασικών και πρόδρομων δεικτών επενδυτικής δραστηριότητας σχολιάζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της επικαλούμενη τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Η συρρίκνωση των επενδύσεων συγκριτικά με το επίπεδό τους πριν την κρίση, σχολιάζουν οι αναλυτές της Τράπεζας, υπονομεύει τον στόχο της σταδιακής σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να απαιτείται τεράστια προσπάθεια καθώς η χώρα κατατάσσεται τελευταία, με βάση το σύνολο της ακαθάριστης επενδυτικής δαπάνης ως ποσοστό στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (11% το 2018 στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 21% στην ΕΕ-28).

Σύμφωνα με την Τράπεζα, η μακροχρόνια διατήρηση της επενδυτικής δαπάνης στα έτη της οικονομικής ύφεσης σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων, εξασθένησε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας – τόσο σε όρους αξίας, όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών που έλαβαν χώρα σε αυτήν την περίοδο. Για την επαναφορά του καθαρού αποθέματος φυσικού κεφαλαίου στο επίπεδο του 2010, οι απαιτούμενες επενδύσεις εκτιμάται ότι φτάνουν τα €77 δισ. σε σταθερές τιμές 2010.

Όπως σχολιάζει η Τράπεζα, η παραγωγή κεφαλαιακών αγαθών στη βιομηχανία ενισχύθηκε περαιτέρω το 2018, καταγράφοντας θετικό ρυθμό μεταβολής 2%, χαμηλότερο ωστόσο έναντι του προηγούμενου έτους (+4,5%). Παράλληλα, ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία βελτιώθηκε σημαντικά το 2018, φθάνοντας στο 70% (από 64,1% το 2017), διατηρώντας την ίδια ανοδική δυναμική και κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2019. Επιπλέον, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατέγραψαν θετική ετήσια μεταβολή της τάξης του 4,8% το 2018, για πρώτη φορά από το 2013, παρά το γεγονός ότι παρουσίασαν υστέρηση σε σχέση με τον προϋπολογισμό, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων. Τέλος, η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις εγχώριες επιχειρήσεις παρουσίασε ενδείξεις σταθεροποίησης και ανάκαμψης κατά τη διετία 2017-2018, με ετήσιο ρυθμό μεταβολής στο +0,4% το 2017 και μηδενικό κατά το 2018.

Η ανάκαμψη των επενδύσεων στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας το 2019 αναμένεται να υποστηριχθεί από τα εξής:

Πρώτον, από τα βελτιωμένα αποτελέσματα που έχει καταγράψει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας την τελευταία διετία και ιδιαίτερα οι μεγάλες επιχειρήσεις, εξέλιξη η οποία ενίσχυσε και τις επιχειρηματικές προσδοκίες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων εταιριών στο ελληνικό χρηματιστήριο, σημειώθηκε αύξηση του κύκλου εργασιών τους κατά 8,1% και των καθαρών κερδών τους μετά τους φόρους κατά 19,5%.

Δεύτερον, από την ένταξη πολλών σχεδίων στον Αναπτυξιακό Νόμο, συνολικού κόστους €3,9 δισ. και την προσδοκώμενη υλοποίησή τους μέσα στη διετία 2019-2020. Παράλληλα, η τροποποίηση του Νόμου για τις στρατηγικές επενδύσεις, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται περισσότεροι κλάδοι και να επιταχυνθούν οι αδειοδοτήσεις, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των διαδικασιών ελέγχου και πληρωμών των επιδοτήσεων, αναμένεται να δημιουργήσουν ένα φιλικότερο περιβάλλον για επενδύσεις.

Τρίτον, από την επιστροφή σε θετικό έδαφος της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί, ως αποτέλεσμα αφενός της απελευθέρωσης πόρων μέσω της σταδιακής συρρίκνωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αφετέρου της επιτάχυνσης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που θα βελτιώσει την τιμολόγηση των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων. Εκτός από την αυξημένη προσφορά δανειακών κεφαλαίων, η ενεργός διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών αναμένεται να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα και στην αποκατάσταση υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών μεταξύ των επιχειρήσεων.

Οι ανωτέρω παράγοντες, ωστόσο, δεν επαρκούν για την προσέλκυση επενδύσεων της τάξεως που αναφέρθηκε. Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, απαιτείται επιπροσθέτως η ταχεία υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών σχεδίων και ιδιωτικοποιήσεων που είναι σε καθυστέρηση, όπως για παράδειγμα το επενδυτικό πρόγραμμα του Ελληνικού και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, καθώς και η αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρηματικών κερδών στο πλαίσιο μιας αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Τέλος, το πιο σημαντικό για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και την ορθή τιμολόγηση των στοιχείων ενεργητικού είναι η πλήρης εκτέλεση των συμβάσεων και η χωρίς καθυστέρηση επίλυση διαφορών και διενέξεων μέσω της ταχείας εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων.

Η αναζωογόνηση του τομέα κατασκευών κατοικιών μετά από πολλά έτη - ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και της άνθησης της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων – καθιστά ενδιαφέρουσα την εξέλιξη ορισμένων δεικτών επενδυτικής ζήτησης που συνδέονται με τον τομέα των κατασκευών. Μάλιστα, παρατηρούνται τα ακόλουθα:

Πρώτον, ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα σε όρους όγκου κατέγραψαν ραγδαία μείωση από το 2010, μέχρι και το 2013. Ο όγκος των νέων οικοδομών άρχισε να ανακάμπτει από το 2017, ενώ ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές ακολούθησε ανοδική πορεία από το 2014, η οποία ανακόπηκε το 2017.

Μεγάλη διακύμανση παρουσιάζει ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές, ο οποίος επίσης απεικονίζεται στο Γράφημα 3. Το 2018, ο εν λόγω δείκτης έχει αυξηθεί κατά 11,3% σε σχέση με το 2010. Επιπρόσθετα, στο ίδιο γράφημα περιλαμβάνεται η παραγωγή τσιμέντου, της οποίας οι ετήσιες μεταβολές αποκλίνουν σημαντικά. Συγκεκριμένα, αξιοσημείωτη μείωση της παραγωγής τσιμέντου είχε καταγραφεί το 2011 (-37,8%), ενώ το 2016 αυξήθηκε κατά 23,6% και το 2018 κατά 5,4%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τσιμέντο είναι ένα έντονα εξαγωγικό προϊόν, επομένως οι μεταβολές στην παραγωγή του αφορούν και αυξομειώσεις στη ζήτηση που μπορεί να προέρχεται από το εξωτερικό.

Τέλος, οι χορηγήσεις στεγαστικών δανείων παραμένουν σε αρνητικό έδαφος σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2010-2018, καθώς και τους πρώτους μήνες του 2019, παρουσιάζοντας ωστόσο τάσεις σταθεροποίησης στο ρυθμό μείωσής τους στο -2,8%.

Συμπερασματικά, οι εξελίξεις στον τομέα των κατασκευών ήταν θετικές το 2018, όπως αποτυπώνεται αφενός στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος του κλάδου κατά 7,1% (έναντι μείωσής του κατά 2,3% το 2017) και αφετέρου στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, μέσω της αύξησης των τιμών.

ΣΧΕΤΙΚΑ