Η Ελλάδα ουραγός στη λίστα των ναυτιλιακών κέντρων
Εκτός της πρώτης δεκάδας παραμένει και το 2019 η Αθήνα ως διεθνές ναυτιλιακό κέντρο, παρά τις πολύ μεγάλες προοπτικές που διαθέτει για την δημιουργία ενός ναυτιλιακού «πλέγματος» παγκόσμιας εμβέλειας. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα που πραγματοποίησε ο μεγαλύτερος νηογνώμονας παγκοσμίως, ο DNV GL, σε συνεργασία με την Menon Economics, η Αθήνα κατατάσσεται στην 11η θέση της παγκόσμιας κατάταξης (και πέμπτη μεταξύ των υπόλοιπων ευρωπαϊκών πόλεων), παρά το γεγονός ότι διαθέτει ίσως το πιο σημαντικό και δυσεύρετο στοιχείο, την ύπαρξη πληθώρας ναυτιλιακών εταιρειών.
Στην κορυφή της παγκόσμιας λίστας των ναυτιλιακών κέντρων παραμένει η Σιγκαπούρη, ενώ την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν κατά σειρά, το Αμβούργο, το Ρόττερνταμ, το Χονγκ-Κονγκ και το Λονδίνο. Το κάθε ναυτιλιακό κέντρο βαθμολογείται με βάση πέντε βάσικά στοιχεία, που μετρούν ισόποσα στην τελική του κατάταξη: 1) Ναυτιλιακή Δύναμη, 2) Νομικές Υπηρεσίες και Ναυτιλιακή Χρηματοδότηση, 3) Τεχνολογία ναυτιλίας, 4) Λιμενικές και μεταφορικές υποδομές, 5) Ελκυστικότητα και Ανταγωνιστικότητα.
Το εντυπωσιακό και συνάμα απογοητευτικό στοιχείο στην περίπτωση της Αθήνας, είναι ότι ενώ στην πρώτη κατηγορία (εκείνη της ναυτιλιακής δύναμης) κατατάσσεται στην δεύτερη θέση, λόγω της φιλοξενίας της μεγαλύτερης ναυτιλιακής κοινότητας του κόσμου, σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες, βρίσκεται κατά κανόνα κάτω από την 10η θέση, με αποκορύφωμα την κατηγορία της ανταγωνιστικότητας (15η θέση). Αν άλλα ναυτιλιακά κέντρα είχαν την τύχη να φιλοξενούν την μεγαλύτερη ναυτιλιακή δυναμή παγκοσμίως, είναι σαφές ότι θα είχαν ακόμα καλύτερες επιδόσεις ως διεθνή ναυτιλιακά κέντρα.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, «η δύναμη της Αθήνας εντοπίζεται στην εντυπωσιακά μεγάλη και ισχυρή εφοπλιστική κοινότητά της. Φιλοξενεί το μεγαλύτερο στόλο παγκοσμίως και πάνω από 700 πλοιοκτήτριες εταιρείες». Παράλληλα, αναφέρεται ότι η Αθήνα εκλαμβάνεται από τους περισσότερους ως χώρος εξυπηρέτησης κυρίως των τοπικών εταιρειών ελληνικών συμφερόντων και όχι ξένων ναυτιλιακών εταιρειών, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει καθόλου διεθνοποιημένο χαρακτήρα, όπως άλλα ναυτιλιακά κέντρα, που έχουν κατορθώσει να προσελκύσουν εταιρείες από τρίτες χώρες.
Επί σειρά ετών, κάθε κίνηση για ανάπτυξη ενός πλέγματος ναυτιλιακών υπηρεσιών και κινήτρων, προκειμένου η Αθήνα – κι εν προκειμένω ο Πειραιάς, να μπορέσουν να αναδειχθούν σε ένα διεθνές ναυτιλιακό κέντρο, περιορίζεται σε κάποια ευχολόγια και εθιμοτυπικές συναντήσεις των υπηρεσιακών παραγόντων με εκπροσώπους της ναυτιλίας, για «ανταλλαγή απόψεων».
Σχεδόν ποτέ δεν θεσπίστηκε το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου η ανάπτυξη των σχετικών υπηρεσιών να έχει κάποια κεντρική κατεύθυνση και να είναι εφικτή η προσέλκυση ξένων ομίλων. Το αποτέλεσμα είναι να παρέχονται αποσπασματικές υπηρεσίες, χωρίς περαιτέρω οικονομικά ή φορολογικά κίνητρα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπου οι ενδιαφερόμενοι απολαμβάνουν πληθώρα προνομίων, παράλληλα με υψηλού επιπέδου δημόσιες υπηρεσίες, δομημένες για να τους εξυπηρετούν τάχιστα και με ελάχιστη γραφειοκρατία. Το αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου όλες οι δομές είναι εκ διαμέτρου αντίρροπες προς την διευκόλυνση του επιχειρείν.