ΕΥ: Σε επίπεδα ρεκόρ οι αποεπενδύσεις των επιχειρήσεων
Οι επιχειρήσεις σήμερα αποεπενδύουν για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα ενόψει των ραγδαίων αλλαγών στην τεχνολογία και τις επιθυμίες των πελατών, αλλά και της πίεσης των μετόχων, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, Global Corporate Divestment Study 2019.
Η ετήσια έρευνα, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 900 διευθυντικά στελέχη από όλον τον κόσμο, αποκαλύπτει ότι η πρόθεση για αποεπενδύσεις παραμένει ισχυρή, με το 84% των επιχειρήσεων να σκοπεύει να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Περισσότερες από τέσσερις στις πέντε επιχειρήσεις (81%) δηλώνουν ότι ο εξορθολογισμός των λειτουργικών μοντέλων θα επηρεάσει τα σχέδιά τους για αποεπενδύσεις φέτος, φανερώνοντας έτσι μια αυξανόμενη επιθυμία των εταιρειών να καταστούν πιο ευέλικτες, καθώς αντιμετωπίζουν τον νέο, αλλά και τον ήδη υπάρχοντα ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι αποεπενδύσεις είναι πιθανότερο να είναι πρωτοβουλίες προνοητικού χαρακτήρα και με μεγάλη βαρύτητα, παρά απλές αντιδράσεις στην αλλαγή. Μέσα στους επόμενους 12 μήνες, το 70% των εταιρειών αναμένει μεγάλης κλίμακας αποεπενδύσεις αναδιάρθρωσης, ποσοστό αυξημένο έναντι του 50% που κατέγραψε η έρευνα το 2018. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις που επικαλούνται το αδύναμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας επιχειρηματικής μονάδας ως το έναυσμα για την τελευταία τους αποεπένδυση μειώθηκαν σημαντικά, από το 85% στο 69%.
Ο αριθμός των επιχειρήσεων που αναφέρουν ότι οι μακροοικονομικές και οι γεωπολιτικές πιέσεις θα παίξουν ρόλο στις αποφάσεις τους για αποεπενδύσεις, έχει μειωθεί στο 51% από το 62% του 2018. Οι επιχειρήσεις εμφανίζονται να έχουν συμφιλιωθεί περισσότερο με την παγκόσμια αβεβαιότητα: το 74% εξακολουθεί να αναμένει ότι οι γεωπολιτικές αλλαγές θα ωθήσουν τα λειτουργικά κόστη σε υψηλότερα επίπεδα, ενώ το 69% διερωτάται αν πρέπει να αναμένει ότι οι υπάρχουσες διασυνοριακές εμπορικές συμφωνίες θα παραμείνουν ως έχουν.
Η σύγκλιση των κλάδων είναι πολύ πιθανό να καθοδηγήσει τις αποφάσεις για αποεπενδύσεις για το 70% των στελεχών. Δεν μπορούν, πλέον, να στηρίζονται σε παλιές τακτικές για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί. Ως εκ τούτου, το 80% των εταιρειών εκτιμά ότι ο αριθμός των αποεπενδύσεων που βασίζονται στην τεχνολογία θα αυξηθεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες, σε σχέση με το 66% της περασμένης χρονιάς.
Το 60% των εταιρειών επανεπένδυσαν τα έσοδα από τις τελευταίες αποεπενδύσεις τους σε νέα προϊόντα, αγορές και γεωγραφικές περιοχές. Αυτή η στρατηγική βοηθά τις εταιρείες να ανταποκρίνονται καλύτερα στις διασυνοριακές ευκαιρίες και να μπορούν να δημιουργούν μακροπρόθεσμη αξία για τους μετόχους και την ίδια την εταιρεία.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η ύπαρξη ενός ισχυρού αφηγήματος, το οποίο να υποστηρίζεται από έγκαιρη προετοιμασία που θα απαντά στα ερωτήματα μιας ευρείας δεξαμενής αγοραστών, είναι πιο σημαντική από ποτέ. Λίγο περισσότερο από τα δύο τρίτα (67%) των πωλητών αναφέρουν ότι το χάσμα της τιμής μεταξύ αγοραστών και πωλητών είναι μεγαλύτερο από 20%. Το αντίστοιχο ποσοστό όσων ανέφεραν κάτι τέτοιο στην περσινή έρευνα ήταν μόλις 25%. Ένα λειτουργικό μοντέλο-στόχος είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τους αγοραστές ιδιωτικού κεφαλαίου (PE), οι οποίοι έχουν άφθονα κεφάλαια για να αξιοποιήσουν, αλλά δε διαθέτουν επιχειρηματικές συνέργειες.
Το ένα τέταρτο των εταιρειών ιδιωτικού κεφαλαίου δηλώνουν ότι μια καλά μελετημένη αυτοτελής περίπτωση προς αποεπένδυση και ένα σχετικό μοντέλο κόστους, είναι ιδιαίτερα σημαντικά για να τους κρατήσουν σε ενδιαφέρον σε μια διαδικασία πώλησης, ενώ οι μισοί από αυτούς αναφέρουν ότι η πρόσβαση σε αναλυτικά δεδομένα αποτελεί βασικό παράγοντα στην απόφασή τους αν θα παραμείνουν σε μια ανταγωνιστική ανοικτή διαδικασία πώλησης. Οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές, αλλά εξίσου σημαντική είναι και η ακρίβεια: το 39% των ενδιαφερόμενων αγοραστών ιδιωτικού κεφαλαίου αναφέρει ότι, εάν η επιχείρηση δεν πετύχει την προβλεπόμενη απόδοση, θα έριχναν την τιμή ή θα αποχωρούσαν από τη διαδικασία.
Αναφερόμενος στα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, σχολιάζει: «Οι αποεπενδύσεις αποτελούν παγίως ένα σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής διαχείρισης του χαρτοφυλακίου των επιχειρήσεων. Σήμερα, καθώς η διάθεση για αποεπενδύσεις ενισχύεται, και οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αναζητήσουν μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να αντιδρούν έγκαιρα στις αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος, που δημιουργούν, κυρίως, οι νέες τεχνολογίες, και της υλοποίησης μιας στρατηγικής αποεπενδύσεων που θα ενισχύσει τις επιδόσεις τους μακροπρόθεσμα. Θα πρέπει, επίσης, να προσεγγίζουν την αγορά, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις των εταιρειών ιδιωτικού κεφαλαίου ως προς την πληροφόρηση για τις υπό αποεπένδυση δραστηριότητες».