Παπουτσάνης: Στο εξωτερικό οι μισές πωλήσεις το '19

Η περαιτέρω ενίσχυση της εξωστρέφειας μέσα από το άνοιγμα νέων αγορών αλλά και την ενίσχυση των υπαρχόντων συνεργασιών, αποτελούν το βασικό στόχο της εταιρείας Παπουτσάνης, η οποία φαίνεται ότι έχει πλέον εισέλθει σε μια νέα κερδοφόρο πορεία.

Όπως σημείωσε χθες η διοίκηση κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, η Παπουτσάνης είναι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σαπουνιών και υγρών καλλυντικών στην Ευρώπη και η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής σαπουνιού στην Ελλάδα, με τις εξαγωγές να έχουν φτάσει στο 41% των πωλήσεων, ενώ εκτιμά ότι το 2019 η αναλογία μεταξύ Ελλάδας και ξένων αγορών ενδεχομένως να διαμορφωθεί στο 50%-50%.

Η Παπουτσάνης το 2018 παρουσίασε αύξηση πωλήσεων κατά 16,7% γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των εξαγωγών κατά 24%, ενώ η καθαρή κερδοφορία της υπερδιπλασιάστηκε. Σημειώνεται δε ότι ο καθαρός τραπεζικός δανεισμός της εταιρίας αντιστοιχεί στο 26% του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης το 2018, έναντι 33% το 2017, και στο 16% του συνολικού ενεργητικού της, έναντι 19% το 2017.

Παράλληλα στις αρχές του 2019, ενισχύθηκε και στελεχιακά, καθώς καθήκοντα Διευθύνοντος Συμβούλου ανέλαβε από 1 Φεβρουαρίου 2019, ο γνωστός μάνατζερ κ. Μιχάλης Παναγής.

Κύριες αγορές στις οποίες επιδιώκει να εδραιωθεί περαιτέρω, αποτελούν η Πολωνία και Ρωσία στην Ευρώπη, αλλά και η ΗΠΑ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Για τις δύο πρώτες χώρες, καίριο ρόλο θα παίξει η πρόσφατη σύναψη συμφωνίας με την ηγετική πολωνική σαπωνοποιία BetaSoap Sp. Z o.o., για την ίδρυση μεικτής εταιρίας Papoutsanis Sp. Z o.o., σκοπός της οποίας είναι η προώθηση των επώνυμων προϊόντων της Παπουτσάνης (κυρίως το σήμα Olivia) τόσο στην Πολωνία, όσο και στη Ρωσία και της χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Παράλληλα με τους συνεργάτες της στις ΗΠΑ, επιδιώκει την αύξηση των εκεί σημείων διακίνησης από 400 σε 800.

Σημειώνεται πως η εταιρία διαθέτει σημαντική παρουσία σε πάνω από 25 χώρες σε όλο τον κόσμο (όπως Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Ιταλία, Γαλλία, Σουηδία, Μεξικό, ΗΠΑ, Ρωσία, Αυστραλία). Το 59% της συνολικής παραγωγής διοχετεύεται στην Ελλάδα, το 31% στην ευρωπαϊκή αγορά, το 7% στις ΗΠΑ και το 3% στην Ασία.

H εταιρία, η οποία διαθέτει καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, απασχολεί μόλις το 50% της δυναμικότητάς της και άρα διαθέτει σημαντικό περιθώριο προσθήκης νέων παραγωγών, ενώ επιδιώκει να αυξήσει την απασχόληση του εργοστασίου της, προκειμένου να βελτιώσει τόσο τα απόλυτα έσοδα όσο και την αποτελεσματικότητα της. Σημειώνεται ότι το διάστημα 2010-2018 η εταιρία επένδυσε συνολικά 35 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2019 θα διαθέσει πόρους 1,2 εκατ. ευρώ για νέες επενδύσεις.

Σήμερα το 23% του κύκλου εργασιών προέρχεται από την κατηγορία των επώνυμων προϊόντων της Παπουτσάνης (Olivia, Natura, Karavaki αλλά και η νέα σειρά σαμπουάν Hair Chic). Οι πωλήσεις της κατηγορίας αυξήθηκαν κατά 17% το 2018, ως αποτέλεσμα της αύξησης της διανομής στην ελληνική αγορά και της τοποθέτησης των προϊόντων Olivia στην αγορά των Η.Π.Α.

Επίσης, το 34% του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης προέρχεται από τον τομέα των ξενοδοχειακών προϊόντων (Olivia, Skin Essentials, Karavaki) και τα ξενοδοχειακά προϊόντα Κορρέ, Apivita αλλά και της πολυεθνικής L’Occitane -σε συνεργασία με τις ομώνυμες εταιρίες - που διανέμονται στις μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και μονάδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Στόχος της διοίκησης είναι η διεύρυνση του δικτύου σε μεγάλες αλυσίδες ξενοδοχείων στην Ευρώπη (μέσω και της στρατηγικής συνεργασίας με τη SYSCO Guest Supply) και η περαιτέρω διείσδυση σε αναπτυσσόμενες κατηγορίες τουριστικών καταλυμάτων (όπως boutique hotels).

Επίσης το 29% του κύκλου εργασιών προέρχεται από τις παραγωγές για τρίτους. Η κατηγορία σημείωσε στην κατηγορία αυτή αύξηση πωλήσεων 16% το 2018 που προήλθε από την ελληνική αγορά αλλά και τη διεύρυνση υφιστάμενης συνεργασίας με μεγάλη πολυεθνική εταιρία. Η εταιρία παράγει για σειρά ελληνικών σούπερ μάρκετ και λιανικών δικτύων προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (από την Σκλαβενίτης έως την Jumbo), ενώ παράγει επίσης και για λογαριασμό άλλων ελληνικών εταιριών (Σαράντης, Κορρές, Apivita).

Τέλος το 15% του κύκλου εργασιών της εταιρείας προέρχεται από βιομηχανικές πωλήσεις ειδικών τύπων σαπωνόμαζας. Η κατηγορία μάλιστα αναπτύχθηκε κατά 50% μεταξύ 2017-2018, μέσω της αύξησης των εξαγωγών.

ΣΧΕΤΙΚΑ