Οι πολυεθνικές εταιρείες ενδυμάτων πλουτίζουν με μεροκάματα 3 δολαρίων – Έρχεται το τέλος των φθηνών ρούχων;
Οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια ενδυμάτων -από τους χαμηλότερα αμειβόμενους εργάτες στα εργοστάσια σε όλο τον κόσμο- διαμαρτύρονται για καλύτερους μισθούς. μία ένδειξη ότι η εποχή της εξαιρετικά φθηνής εργασίας και των εξαιρετικά φθηνών ρούχων, ίσως να φθάνει στο τέλος της.
Οι εν λόγω εργαζόμενοι στο Μπαγκλαντές δουλεύουν με μεροκάματα 3 δολαρίων την ημέρα, περίπου 75 δολάρια τον μήνα. Όπως αναφέρει σε δημοσίευμα στην ιστοσελίδα της η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, τις τελευταίες ημέρες δεκάδες χιλιάδες αρνήθηκαν να εργαστούν, ζητώντας να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός σχεδόν στο τριπλάσιο ποσό. Οι διαδηλώσεις έχουν πάρει διαστάσεις, με εργοστάσια να πυρπολούνται και μηχανές να καταστρέφονται, με αποτέλεσμα περί των τριακοσίων εργοστασίων να αναγκασθούν να σταματήσουν τη λειτουργία τους.
Αν υπάρξει κάποια αλλαγή προς το καλύτερο, τότε μπορεί να σηματοδοτήσει το τέλος της φθηνής εργασίας, συγχρόνως όμως και των φθηνών ενδυμάτων. Μπορούν όμως να βελτιωθούν οι συνθήκες;
Το αίτημα των εργαζομένων για υψηλότερους μισθούς προκειμένου να εξασφαλίσουν ακόμη και τα στοιχειώδη προς το ζην, έχει τύχει ευρείας υποστήριξης, μεταξύ άλλων από κολοσσούς της μόδας όπως οι H&M, Gap και Inditex -η μητρική της Zara-, οι οποίες προμηθεύονται προϊόντα από το Μπαγκλαντές. Το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: ποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει για αυτές τις αυξήσεις.
Οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων στο Μπαγκλαντές υποστηρίζουν ότι για να μπορέσουν να αυξήσουν τους μισθούς σε μεγάλο βαθμό, οι εταιρείες της Δύσης που είναι οι πελάτες με τους μεγαλύτερους τζίρους πρέπει να πληρώνουν περισσότερα για τα ρούχα που παραγγέλνουν. Αν και τα μεγάλα ονόματα της μόδας υποστηρίζουν δημοσίως τις υψηλότερες αμοιβές, στην πράξη δυσκολεύονται όταν το κόστος αυξάνεται και απειλούν να κατευθύνουν τις παραγγελίες τους σε άλλες χώρες, δήλωσε ο Φαρούκ Χασάν, πρόεδρος της Ένωσης Κατασκευαστών και Εξαγωγέων Ενδύματος του Μπαγκλαντές.
Με επιστολή του στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, ο Χασάν προέτρεψε την Αμερικανική Ένωση Ένδυσης και Υπόδησης, να πείσει τις εταιρείες και τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου να αυξήσουν τις τιμές στις παραγγελίες τους. «Είναι σημαντικό για την ομαλότερη μετάβαση σε μια νέα μισθολογική κλίμακα», έγραψε στην επιστολή, λέγοντας ότι τα εργοστάσια βρίσκονται σε μια «εφιαλτική κατάσταση», επειδή έχουν να αντιμετωπίσουν την αδύναμη παγκόσμια ζήτηση.
Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι πολυεθνικές εταιρείες ένδυσης βρίσκονται επίσης υπό πίεση και αντιμέτωπες με τον σκληρό ανταγωνισμό, επισημαίνει η Ρουμπάνα Χακ, πρόεδρος του Mohammadi Group, ενός ομίλου του Μπαγκλαντές που προμηθεύει πολλές από αυτές τις εταιρείες. «Κάθε φορά που ζητάμε έστω και 1 σεντ περισσότερο, είναι πολύ δύσκολο να το λάβουμε», τονίζει.
Το συμβούλιο για τον κατώτατο μισθό του Μπαγκλαντές διεξάγει διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι τόσο των εργαζομένων όσο και της βιομηχανίας για να καταλήξουν σε έναν νέο κατώτατο μισθό για τους εργαζόμενους στα ενδύματα. Οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων λένε ότι αν ικανοποιηθούν τα αιτήματα των εργαζομένων για έναν ελάχιστο μηνιαίο μισθό ύψους 205 δολαρίων, το Μπαγκλαντές θα χάσει το ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα σαν χώρα. Η πρότασή τους για κατώτατο μισθό 95 δολαρίων τον μήνα, απορρίφθηκε ως ανεφάρμοστη από την κυβέρνηση.
Από τη μεριά τους, οι εταιρείες της Δύσης δηλώνουν ότι υποστηρίζουν την αύξηση του κατώτατου μισθού, με τις περισσότερες ωστόσο να μην εκφράζουν κάποια άποψη τι μεγέθους θα είναι αυτή η αύξηση. Οι εργαζόμενοι που ράβουν ρούχα για λογαριασμό τους. συχνά κερδίζουν σημαντικά περισσότερα από τον κατώτατο μισθό, όμως πολύ λιγότερα από αυτά που ζητούν τα συνδικάτα και από αυτά που οι διεθνείς οργανισμοί -που συγκρίνουν τα πρότυπα για τους μισθούς- θεωρούν ότι είναι αρκετά.
Η American Apparel & Footwear Association δήλωσε ότι τα μέλη της δεσμεύονται για υπεύθυνες πρακτικές στις αγορές τους.
Εκπρόσωπος της H&M δήλωσε ότι η εταιρεία υποστηρίζει έναν υψηλότερο κατώτατο μισθό για μια πιο αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Η ίδια εταιρεία όμως αρνήθηκε να δεσμευθεί για να καταβάλει υψηλότερες τιμές, προκειμένου να διευκολύνει τους μεγαλύτερους μισθούς.
Εντούτοις, παρέπεμψε σε ένα έγγραφο σχετικά με τις πρακτικές στις αγορές της, το οποίο δείχνει ότι διαθέτει έναν μηχανισμό που επιτρέπει η τιμή που προσφέρεται στα εργοστάσια να αντικατοπτρίζεται στη βελτίωση των μισθών.
Εκπρόσωπος της Inditex επισήμανε πρόσφατες δηλώσεις σχετικά με τις δεσμεύσεις της για την υποστήριξη ενός βιώσιμου μισθού για τους εργαζόμενους στην αλυσίδα εφοδιασμού της, ενώ η Gap σε αίτημα της WSJ για κάποιο σχόλιο δεν ανταποκρίθηκε.
Το επιχειρηματικό μοντέλο των εταιρειών ένδυσης της Δύσης βασίζεται στην προϋπόθεση των χαμηλών ασιατικών μισθών. Οι εταιρείες ανταγωνίζονται για να παραδώσουν τα ρούχα όσο το δυνατόν φθηνότερα, πιέζοντας τα εργοστάσια να δεχτούν χαμηλές τιμές. Τα εργοστάσια με τη σειρά τους πιέζουν τους εργαζόμενους για τους μισθούς. Αυτές οι προκλήσεις σε ολόκληρη τη βιομηχανία μεγεθύνονται στο Μπαγκλαντές, το οποίο είναι ο σημαντικότερος παραγωγός ενδυμάτων με το χαμηλότερο κόστος στον κόσμο.
«Λόγω του έντονου ανταγωνισμού στην αγορά, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων στο Μπαγκλαντές πρέπει επίσης να βρουν μια ισορροπία μεταξύ της αύξησης του κατώτατου μισθού και της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας», δήλωσε ο Σενγκ Λου, αναπληρωτής καθηγητής μόδας και σπουδών ένδυσης στο Πανεπιστήμιο του Ντελαγουέαρ.
Βάσει στοιχείων της H&M, πέρυσι οι περίπου 600.000 εργαζόμενοι στο Μπαγκλαντές στην αλυσίδα εφοδιασμού της H&M κέρδιζαν κατά μέσο όρο 134 δολάρια το μήνα. Το επίπεδο αυτό είναι υψηλότερο του κατώτατου μισθού, ωστόσο μικρότερο από το ήμισυ των 293 δολαρίων το μήνα που κέρδιζαν οι εργάτες της Καμπότζης που έφτιαχναν τα ρούχα της. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Καμπότζη είναι χαμηλότερο από του Μπαγκλαντές, όμως ο κατώτατος μισθός είναι σημαντικά υψηλότερος για τους εργάτες στη βιομηχανία των ενδυμάτων, κοντά στα επίπεδα που απαιτούν οι εργαζόμενοι στο Μπαγκλαντές.
Οι εργαζόμενοι της H&M στην Ινδία λαμβάνουν υψηλότερους μισθούς κατά 10% σε σχέση με τους αντίστοιχους του Μπαγκλαντές, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία. Η H&M προμηθεύεται πολύ περισσότερα ρούχα από το Μπαγκλαντές απ' ότι από την Ινδία ή την Καμπότζη.
Η γερμανική εταιρεία κατασκευής αθλητικών υποδημάτων και ενδυμάτων Puma, στην ετήσια έκθεσή της για το 2022 ανέφερε ότι οι μισθοί που κατέβαλαν οι προμηθευτές της στους εργαζόμενους στο Μπαγκλαντές ήταν πολύ υψηλότεροι από τον κατώτατο μισθό, όμως αναλογούσαν μόνο στο 70% αυτού που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ενός τρίτου οργανισμού θεωρείται ως ένας αξιοπρεπής μισθός. Σε κάποιες άλλες μονάδες παραγωγής της Puma, όπως στην Καμπότζη και το Βιετνάμ, ο μέσος μισθός υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης.
Με ανακοίνωσή της, η Puma δήλωσε ότι είναι σημαντικό να προσεγγίζονται τα μισθολογικά ζητήματα συλλογικά, καθώς το ζήτημα αυτό και οι προκλήσεις του δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μία μόνο εταιρεία. Όπως επισήμανε, πολλοί βασικοί προμηθευτές στο Μπαγκλαντές εφαρμόζουν πολιτικές που διασφαλίζουν ότι τα εισοδήματα των εργαζομένων καλύπτουν τις οικογενειακές ανάγκες, ωστόσο ξεκαθάρισε ότι σαν εταιρεία πρέπει «να επικεντρωθεί σε πολλά» για να μετατρέψει τις πολιτικές της σε περαιτέρω δράση.
Η βιομηχανία ενδυμάτων του Μπαγκλαντές απασχολεί εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και έχει συμβάλει καθοριστικά στη μείωση της φτώχειας. Ωστόσο, έχει επίσης ένα ιστορικό κακής μεταχείρισης των εργαζομένων. Το 2013, μετά την κατάρρευση ενός εργοστασίου που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 1.100 ανθρώπους, οι πολυεθνικές εταιρείες και τα εργοστάσια επιδόθηκαν σε προσπάθειες για να βελτιωθούν οι εργασιακές συνθήκες.
Οι συνήγοροι των εργαζομένων αναγνωρίζουν γενικά ότι ο κλάδος είναι πλέον ασφαλέστερος, όμως τονίζουν ότι οι μισθοί εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλοί. Οι πρόσφατες εκκλήσεις των εταιρειών της Δύσης για υψηλότερες αμοιβές ακούγονται δίχως νόημα.
«Προσπαθούν να απομονώσουν την υστεροφημία τους από ένα μοντέλο που είναι βαθιά απάνθρωπο», δήλωσε ο Σκοτ Νόβα, εκτελεστικός διευθυντής του Worker Rights Consortium, μιας οργάνωσης για τα εργατικά δικαιώματα με έδρα την Ουάσιγκτον.