Κορωνοϊός: Η «τέλεια καταιγίδα» σχηματίστηκε πάνω από τη Λομβαρδία

AP Images

Καθώς η Ιταλία ξεκινά την άρση των μέτρων και του πιο δαπανηρού lockdown στη Δύση, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι κάτι δεν πήγε καθόλου καλά στην περιοχή της Λομβαρδίας, την πιο σκληρά χτυπημένη από τον κορωνοϊό περιοχή της Ευρώπης.

Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του το Associated Press, η Ιταλία είχε την ατυχία να είναι η πρώτη χώρα της Δύσης που χτυπήθηκε από την πανδημία και πλέον μετρά περισσότερους από 26.000 νεκρούς, αριθμό – ρεκόρ που ξεπερνούν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το πρώτο εσωτερικό κρούσμα στην Ιταλία καταγράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ακόμα πίστευε ότι ο ιός «μπορούσε να περιοριστεί», αλλά και ότι ήταν λιγότερο μεταδοτικός από τη γρίπη.

Όμως, μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να πούμε ότι τα δημογραφικά στοιχεία σε συνδυασμό με τις πολιτικές και επιχειρηματικές σκοπιμότητες εξέθεσαν σε κίνδυνο τα 10 εκατομμύρια των κατοίκων της Λομβαρδίας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό στον κόσμο, ειδικά μάλιστα τις ευπαθείς ομάδες.

Ιολόγοι και επιδημιολόγοι υποστήριξαν στο Associated Press ότι τα λάθη στη Λομβαρδία θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για χρόνια, δεδομένου ότι η πανδημία πλημμύρισε το νοσηλευτικό σύστημα της περιοχής, που θεωρείται από τα καλύτερα της Ευρώπης, ενώ στο γειτονικό Βένετο, τα πράγματα ήταν πολύ πιο ελεγχόμενα.

Οι δικαστικές αρχές έχουν αρχίσει ήδη να ερευνούν το αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες για τους εκατοντάδες νεκρούς στα γηροκομεία, ενώ από την άλλη πλευρά, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι θεωρούνται ήρωες, με τους ειδικούς να λένε ότι είναι «θαύμα» που κατάφεραν να σώσουν τόσους πολλούς ανθρώπους.

Σύμφωνα με την έρευνα του πρακτορείου, Associated Press, πάνω από τη Λομβαρδία σχηματίστηκε η «τέλεια καταιγίδα» εξ αιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων.

Η Ιταλία ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που διέκοψε την αεροπορική σύνδεση με την Κίνα στις 31 Ιανουαρίου, ενώ τοποθέτησε και ειδικές συσκευές στα αεροδρόμια για τον έλεγχο της θερμοκρασίας των επιβατών. Όμως στις 31 Ιανουαρίου, ήταν ήδη πολύ αργά. Οι επιδημιολόγοι υποστηρίζουν ότι ο ιός κυκλοφορούσε στη Λομβαρδία από τις αρχές του Ιανουαρίου ή και νωρίτερα.

Γιατροί που είχαν ασθενείς με πνευμονία τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο δε γνώριζαν ότι προέρχεται από τον κορονοϊό, καθώς τα συμπτώματα ήταν τα συνήθη της πνευμονίας, ενώ υπήρχε η πεποίθηση ότι ο COVID-19 είχε περιοριστεί στην Κίνα. Ακόμη και μετά την 21η Φεβρουαρίου, οι γιατροί δεν καταλάβαιναν ακόμα τον περίεργο τρόπο με τον οποίο επιτίθεται ο νέος ιός και την ταχύτητα με την οποία επιδεινωνόταν η κατάσταση του ασθενούς.

Επίσης, επειδή οι ΜΕΘ της Λομβαρδίας γέμισαν πολύ γρήγορα, πολλοί γιατροί προσπάθησαν να παρακολουθήσουν τους ασθενείς από το σπίτι, παρέχοντάς τους σε πολλές περιπτώσεις οξυγόνο. Η στρατηγική αυτή αποδείχτηκε μοιραία και πολλοί πέθαναν πριν προλάβουν να φτάσουν στο νοσοκομείο ή ακόμα περιμένοντας για το ασθενοφόρο. Σε αυτό συνέβαλε και ο μικρός αριθμός ΜΕΘ ανά κάτοικο, μετά από χρόνια περικοπών των δημοσίων δαπανών.

Ακόμα και οι γιατροί που κρατούσαν τους ασθενείς σπίτι είχαν σχετικά λίγες πληροφορίες για τον κορονοϊό και συχνά δεν μπορούσαν να κρίνουν σωστά το πότε θα στείλουν έναν ασθενή στο νοσοκομείο. Άλλο ένα πρόβλημα ήταν και η έλλειψη τεστ για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, με αποτέλεσμα να αρρωστήσουν 20.000 και να πεθάνουν 150.

Δύο μέρες πριν καταγραφεί το πρώτο κρούσμα στο Λόντι, βάζοντας σε καραντίνα 10 πόλεις, ένα άλλο κρούσμα καταγράφηκε στο Αλτσάνο του Μπέργκαμο. Και ενώ τα επείγοντα στο Λόντι έκλεισαν, στο Αλτσάνο καθαρίστηκαν και άνοιξαν ξανά λίγες ώρες μετά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία πολύ σημαντική εστία μόλυνσης εκεί.

Έως τις 2 Μαρτίου, οι Υπηρεσίες Υγείας είχαν ζητήσει να κλείσουν τα επείγοντα στο Αλτσάνο, όμως οι αρχές της περιοχής δεν επέβαλαν την καραντίνα που ζητήθηκε, αφήνοντας τον ιό να εξαπλώνεται για άλλη μία εβδομάδα.

Η Λομβαρδία έχει το ένα έκτο του πληθυσμού της Ιταλίας των 60 εκατομμυρίων κατοίκων και είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή. Εκεί βρίσκεται και το Μιλάνο, η καρδιά της ιταλικής βιομηχανίας και επιχειρηματικότητας.

Ταυτόχρονα, η Confindustria, το ισχυρότερο βιομηχανικό λόμπι της Ιταλίας ασκούσε αφόρητες πιέσεις για να μην γίνει lockdown και να μην κλείσει η παραγωγή των εργοστασίων, λόγω του τεράστιου κόστους για μία περιοχή που παράγει το 21% του ΑΕΠ της χώρας.

Στις 28 Φεβρουαρίου, μία εβδομάδα μετά την εξάπλωση και με 100 κρούσματα στο Μπέργκαμο, η Confindustria έβγαλε στα κοινωνικά δίκτυα ένα μήνυμα στην αγγλική γλώσσα, για την καμπάνια #Bergamoisrunning ώστε να καθησυχάσει τους πελάτες. Οι καμπάνιες συνεχίστηκαν, ενώ ακόμα και την 7η Μαρτίου που η Ρώμη έκλεισε τη Λομβαρδία, τα εργοστάσια έμειναν ανοιχτά, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν απεργίες από εργαζόμενους που φοβόντουσαν για την υγεία τους.

Σήμερα, όλοι παραδέχονται ότι αυτό ήταν λάθος, ωστόσο τα εργοστάσια τελικά δεν έκλεισαν μέχρι τις 26 Μαρτίου, με την Confindustria να πιέζει διαρκώς για να ξανανοίξουν.

Καμία πρωτοβουλία δεν αντανακλά καλύτερα την «τρικυμία εν κρανίω» στην αντίδραση της Ιταλίας στην πανδημία από το νοσοκομείο των 200 κλινών που στήθηκε μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες στο συνεδριακό κέντρο του Μιλάνου.

Το νοσοκομείο εγκαινιάστηκε με τυμπανοκρουσίες στις 31 Μαρτίου, κόστισε 21 εκατ. Ευρώ που μαζεύτηκαν από δωρεές που ζήτησε ο κυβερνήτης της Λομβαρδίας, που ανήκει στη Λέγκα του Βορρά και είχε στόχο να ανακουφίσει τις ΜΕΘ των νοσοκομείων.

Η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας ήταν αντίθετη στο σχέδιο, με το επιχείρημα ότι δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εξοπλίσει το εν λόγω νοσοκομείο με αναπνευστήρες και προσωπικό εγκαίρως. Και ζητούσε να γίνουν μικρότερες εγκαταστάσεις.

Τελικά, το νοσοκομείο στο Μιλάνο χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα και κούρασε μόνο μερικές δεκάδες ασθενείς…

Την ώρα που η τοπική κυβέρνηση είχε επικεντρώσει τις προσπάθειές της στα νοσοκομεία και στους ασθενείς που πλημμύριζαν τις εντατικές και τα επείγοντα, τα γηροκομεία είχαν αφεθεί στην τύχη τους. Εκατοντάδες ηλικιωμένοι πέθαιναν στη Λομβαρδία και σε ολόκληρη την Ιταλία, με τις αρχές να ερευνούν δεκάδες γηροκομεία, αλλά και τα μέτρα που έλαβαν οι τοπικές αρχές, που είχαν ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί το πρόβλημα.

ΣΧΕΤΙΚΑ