Η Ελλάδα στο Μεγάλο Παιχνίδι της Αν. Μεσογείου
Στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται σε εξέλιξη ένα Μεγάλο Παιχνίδι, που δίνει στην Ελλάδα μια σπάνια ευκαιρία να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική θέση της και να αντλήσει μεγάλα οικονομικά οφέλη: οι ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, συγκροτώντας περιφερειακές συμμαχίες και παραμερίζοντας ανταγωνιστικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Τουρκία, ετοιμάζονται για την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της Αν. Μεσογείου, με στρατηγικό στόχο να δημιουργήσουν μια νέα πηγή προμήθειας φυσικού αερίου για τη Δυτική Ευρώπη, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από την Ρωσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, Ελλάδα και Κύπρος, δύο χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πιθανά ή και αποδεδειγμένα (στην περίπτωση της Κύπρου) κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε θαλάσσιες περιοχές τους, έχουν αναβαθμισμένο ρόλο και κερδίζουν συνεχώς έδαφος έναντι του στρατηγικού ανταγωνιστή, της Τουρκίας, η οποία επιμένει να κινείται εντός του διεθνούς πλαισίου νομιμότητας και να προβάλλει αξιώσεις για συμμετοχή στη διανομή του ενεργειακού πλούτου όχι μέσα από την οδό της περιφερειακής συνεργασίας, αλλά με συνεχείς επιδείξεις ισχύος, που έχουν προκαλέσει έντονη ενόχληση στις δυνάμεις της Δύσης με σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, δηλαδή στις ΗΠΑ και στην Γαλλία.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, οι εξελίξεις στην Αν. Μεσόγειο δίνουν μια σπάνια ευκαιρία να ανατρέψει το καθεστώς στασιμότητας στις έρευνες για υδρογονάνθρακες σε θαλάσσιες περιοχές της, που έχει επιβληθεί μετά το 1974 λόγω των συνεχών προστριβών με την Τουρκία. Μπορεί να μην έχουν αλλάξει πολλά σε σχέση με τη συμφωνημένη μεταξύ των δύο κρατών αποχή από έρευνες σε θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου πέραν των χωρικών υδάτων, όμως, η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων στις Αποκλειστικές Ζώνες της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Κύπρου υποχρέωσε κολοσσούς της παγκόσμιας ενεργειακής αγοράς, όπως η ExxonMobil και η Total, να δουν με έντονο ενδιαφέρον ελληνικές θαλάσσιες περιοχές στην Κρήτη και να συμφωνήσουν με την κυβέρνηση στην έναρξη ερευνών.
Αυτή η συμφωνία δεν είναι σημαντική μόνο για οικονομικούς λόγους -προφανώς, η εμπλοκή δύο κορυφαίων πετρελαϊκών εταιρειών σε έρευνες στον ελληνικό χώρο μόνο οφέλη μπορεί να φέρει στη χώρα. Είναι σημαντική για πολιτικούς λόγους: για πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν έγιναν η πρώτη ανακάλυψη πετρελαϊκού κοιτάσματος στο Βόρειο Αιγαίο, δύο μεγαθήρια της ενέργειας, που έχουν πάντα στις διεθνείς τους δραστηριότητες την υποστήριξη των κυβερνήσεών τους, εισέρχονται για έρευνες σε ελληνικές θαλάσσιες περιοχές, αδιαφορώντας για τις τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις.
Είναι προφανές ότι οι έρευνες αυτές θα γίνουν χωρίς να μπορεί η Τουρκία να τις εμποδίσει με τις γνωστές πρακτικές «τσαμπουκά», που εφάρμοζε πάντα στο Αιγαίο. Η Ουάσιγκτον και το Παρίσι έχουν δείξει κατ' επανάληψη, όταν προχώρησαν σε έρευνες οι ίδιες εταιρείες στην ΑΟΖ της Κύπρου, ότι δεν θα διστάσουν να συνοδεύσουν τα πλωτά γεωτρύπανα των πετρελαϊκών εταιρειών με μονάδες του στόλου τους, που στέλνουν ένα σαφές μήνυμα σε γείτονες με επιθετικές διαθέσεις. Αυτή η τακτική έχει, ασφαλώς, τεράστια απόσταση από την πάγια πολιτική ίσων αποστάσεων που ακολουθούσαν οι δυτικοί σύμμαχοι για τις διαφορές Ελλάδας - Τουρκίας στο Αιγαίο.
Οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται είναι εξαιρετικά ευνοϊκοί για την Ελλάδα και επιτρέπουν, για πρώτη φορά, μια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι ο πιθανός ενεργειακός πλούτος στις θαλάσσιες περιοχές μας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί προς όφελος της χώρας, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος ελληνοτουρκικού θερμού επεισοδίου. Είναι στο χέρι των ελληνικών κυβερνήσεων να αδράξουν αυτή την ευκαιρία, αλλά θα χρειασθεί μακρόπνοος σχεδιασμός, ψυχραιμία και μεθοδικό «χτίσιμο» συμμαχιών, ώστε οι θετικοί συσχετισμοί που διαμορφώνονται σήμερα να διατηρηθούν και στο μέλλον. Άλλωστε, το επόμενο κρίσιμο τεστ για τις πολιτικές ηγεσίες Αθήνας και Λευκωσίας δεν θα αργήσει να έλθει, καθώς όλα δείχνουν ότι σύντομα θα περάσουμε από τη φάση της έντασης στο νέο γύρο συνομιλιών για το Κυπριακό. Οι ευκαιρίες βρίσκονται μπροστά, αλλά και δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και τους κινδύνους...