Προβληματισμός για την κατάρρευση της συνθήκης INF
Έντονο προβληματισμό για το ενδεχόμενο να υπάρξει ένας νέος κύκλος πυρηνικών εξοπλισμών, καθώς και την ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων μεσαίου βεληνεκούς όχι μόνο από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αλλά και από άλλες χώρες μεταξύ των οποίων και η Τουρκία, εκφράζει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θάνος Ντόκος, γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).
Στην ερώτηση αν η κατάρρευση της Συνθήκης για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (INF) μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ και της Ρωσίας μπορεί να προκαλέσει ένα νέο κύκλο πυρηνικού ανταγωνισμού, ο κ. Ντόκος σημειώνει: «Ο κίνδυνος ενός νέου ανταγωνισμού εξοπλισμών δεν θα πρέπει να θεωρείται αμελητέος, καθώς ο ρόλος των πυρηνικών όπλων στο νέο ρωσικό στρατιωτικό δόγμα είναι αναβαθμισμένος, ενώ ΗΠΑ και Ρωσία προχωρούν στον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών τους οπλοστασίων». Ο κ. Ντόκος προσθέτει ότι «την κατάσταση περιπλέκει έτι περαιτέρω η απόκτηση, τις τελευταίες δεκαετίες, πυραυλικών συστημάτων μεσαίου βεληνεκούς από αρκετές χώρες (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα, Ισραήλ, Ινδία, Πακιστάν, Ιράν και Β. Κορέα, ενώ και η Τουρκία προσπαθεί να αναπτύξει ένα τέτοιο σύστημα).
Η Συνθήκη INF (Intermediate Nuclear Forces) υπογράφηκε το 1987, σε μια περίοδο όπου ο Ψυχρός Πόλεμος παρουσίαζε τάσεις αναθέρμανσης. Η υιοθέτηση από το ΝΑΤΟ της λεγόμενης «διττής πολιτικής» (dual track) είτε για ανάπτυξη των πυραύλων Pershing και Cruise (ως αντίδραση για την ανάπτυξη των σοβιετικών SS-20) είτε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την απόσυρση όλων, οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης INF για την καταστροφή όλων των πυρηνικών δυνάμεων ενδιάμεσου και μικρότερου βεληνεκούς (500-5.500 χλμ) των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Επρόκειτο για την πρώτη συμφωνία πυρηνικού αφοπλισμού και όχι απλώς ελέγχου ή μείωσης των εξοπλισμών (αν και προέβλεπε την καταστροφή των πυραύλων [Pershing, Cruise, SS-20], αλλά όχι και των πυρηνικών κεφαλών τους) και εμπεριείχε ένα ιδιαίτερα λεπτομερές σύστημα επαλήθευσης.
Για περισσότερες από δύο δεκαετίες, αναφέρει ο κ. Ντόκος, η INF παρέμεινε σε ισχύ χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Από τo 2013, οι ΗΠΑ άρχισαν να εκφράζουν τον προβληματισμό τους γι' αυτό που θεωρούσαν ως παραβίαση της Συνθήκης, λόγω της ανάπτυξης από τη Ρωσία ενός νέου τύπου πυραύλου Cruise (9M729), μεσαίου βεληνεκούς. Έγιναν διάφορες προσπάθειες συζήτησης του προβλήματος από την Επιτροπή Επαλήθευσης της INF και εύρεσης κάποιας λύσης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον Οκτώβριο 2018 η διοίκηση Τραμπ δήλωσε ότι έχει αποφασίσει να αποχωρήσει από τη Συνθήκη. Η επίσημη δήλωση αποχώρησης έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 2019.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για την τρίτη αποχώρηση των ΗΠΑ από διεθνείς συμφωνίες. Προηγήθηκε αυτή από τη Συνθήκη για τους Αντιβαλλιστικούς Πυραύλους (Anti-Ballistic Missile Treaty/ΑΒΜ, 1972) που προέβλεπε τον περιορισμό της ανάπτυξης αντιπυραυλικών συστημάτων αμυντικής φύσης από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Αν και η Συνθήκη διατηρήθηκε την εποχή του αμερικανικού προγράμματος «Πόλεμος των 'Αστρων» (Strategic Defense Initiative/SDI) στη δεκαετία του 1980, το 2002 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συνθήκη (όπως είχαν δικαίωμα, από νομικής πλευράς, σύμφωνα με το 'Αρθρο 15.2) θέλοντας να αναπτύξουν τις αντί-πυραυλικές τους ικανότητες έναντι αναδυόμενων πυρηνικών δυνάμεων (Ιράν, Β. Κορέα) και η ΑΒΜ έπαυσε να ισχύει. Στις 8 Μαΐου 2018, οι ΗΠΑ αποχώρησαν και από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (Joint Comprehensive Plan of Action/JCPOA).
Η αμερικανική στάση, «οφείλεται, πιθανότατα, στο γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία λόγω Ουκρανίας και γενικότερης έντασης στην Ανατολική Ευρώπη. Μπορεί να εξηγηθεί, επίσης, και από την ιδεολογική προσέγγιση συγκεκριμένων αμερικανικών διοικήσεων (κατά κανόνα Ρεπουμπλικανικών), που χαρακτηρίζονται από μειωμένη εμπιστοσύνη σε διεθνείς συνθήκες και πολυμερείς συμφωνίες τις οποίες θεωρούν ότι περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων των ΗΠΑ και τη σαφή προτίμησή τους σε μονομερείς πολιτικές. Αυτή η στάση της διοίκησης Τραμπ υπονομεύει και τις προοπτικές επίτευξης μιας συμφωνίας για την αποπυρηνικοποίηση της Χερσονήσου της Κορέας, καθώς αναμένεται να μειώσει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ Ουν στην πρόθεση των ΗΠΑ να τηρήσουν τα όποια συμφωνηθέντα».
Στο ερώτημα αν η Ευρώπη μπορεί να γίνει και πάλι πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, ο κ. Ντόκος υπογραμμίζει ότι «η αμερικανική αποχώρηση από τη Συνθήκη INF έλαβε χώρα σε μια περίοδο όπου η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας ήδη αντιμετωπίζει μακροχρόνια προβλήματα όσον αφορά άλλες σημαντικές συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών και οικοδόμησης εμπιστοσύνης (Conventional Forces in Europe/CFE, Open Skies). Αν και οι συνθήκες CFE οδήγησαν σε σημαντικές μειώσεις οπλικών συστημάτων και αύξηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τα τελευταία χρόνια το όλο σύστημα βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης λόγω διαφωνιών μεταξύ Ρωσίας και δυτικών χωρών για μια σειρά ζητημάτων».
Επιπλέον, προσθέτει, «η ρωσο-αμερικανική ένταση αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά και τις προοπτικές υπογραφής κάποιας νέας συμφωνίας για τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα. Η υφιστάμενη συνθήκη New START του 2010 θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το Φεβρουάριο 2021. Με τα σημερινά δεδομένα, η υπογραφή νέας συμφωνίας είναι εξαιρετικά αμφίβολη».
Οι κίνδυνοι είναι σαφείς για τις ευρωπαϊκές χώρες, δηλώνει ο κ. Ντόκος, «καθώς μέρος της αντιπαράθεσης θα διεξαχθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αν και η επιρροή τους επί της διοίκησης Τραμπ είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, οφείλουν να ασκήσουν κάθε δυνατή πίεση στην κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης μιας συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Αν και κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να θεωρείται εφικτό κατά την προεδρία Τραμπ, θα μπορούσε ίσως να προετοιμαστεί το έδαφος για μια επιτυχημένη διαπραγμάτευση από τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο. Σε κάθε περίπτωση, οι δυσκολίες θα είναι πολύ μεγάλες, καθώς υπάρχουν πλέον αρκετά κράτη με πυραυλικά συστήματα, τα οποία δεν θα είναι διατεθειμένα να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις, ενώ και για τους δύο άμεσα εμπλεκόμενους οι εσωτερικές αντιδράσεις από τους σκληροπυρηνικούς, αλλά και η σημαντική έλλειψη εμπιστοσύνης θα μειώσουν σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος».