ΕΚΤ: Βελτιώνονται οι οικονομικές προοπτικές στην Ευρωζώνη – Παραμένει η αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο
Τι αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σχετικά με τις τράπεζες, την αγορά ακινήτων, το χρέος, το κόστος εξυπηρέτησής του και τα δημοσιονομικά.
Η βελτίωση των οικονομικών προοπτικών με τον πληθωρισμό να μειώνεται σταθερά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών να ανακάμπτει έχει δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την έκθεση του Μαΐου 2024 για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία δημοσιεύθηκε σήμερα Πέμπτη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, οι προοπτικές παραμένουν ευάλωτες, καθώς οι διαταραχές σε οικονομικό και χρηματοπιστωτικό επίπεδο είναι πάντα πιθανές σε ένα περιβάλλον αυξημένης γεωπολιτικής και παγκόσμιας πολιτικής αβεβαιότητας.
«Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εξακολουθούν να σκιάζουν τις προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», αναφέρει ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος. «Ενώ οι συνθήκες της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας έχουν βελτιωθεί σε σχέση με τους κινδύνους για ύφεση που υποχωρούν και τον χαμηλότερο πληθωρισμό, παραμένει ζωτικής σημασίας η περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπό το πρίσμα της παγκόσμιας οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας».
Ευάλωτες οι αγορές στα δυσμενή σοκ
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν ευάλωτες σε περαιτέρω δυσμενή σοκ. Ενώ οι προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής έχουν ενισχύσει την αισιοδοξία στις εκτιμήσεις κινδύνου των επενδυτών, το κλίμα μπορεί να αλλάξει γρήγορα. Για παράδειγμα, η εντεινόμενη γεωπολιτική πίεση θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα κύμα μεταβλητότητας, προκαλώντας ένα ενδεχόμενο για υπερβολικές αντιδράσεις της αγοράς που θα μπορούσαν να ενισχυθούν από τις επιχειρήσεις εκτός του τραπεζικού κλάδου που έχουν δομικές αδυναμίες στη ρευστότητα.
Δοκιμάζονται τα δημοσιονομικά
Οι σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες εξακολουθούν να δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα μιας ομάδας ευάλωτων νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κυβερνήσεων στην Ευρωζώνη. Συνολικά, οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις χώρες που μοιράζονται το ευρώ έχουν υποχωρήσει χαμηλότερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα, γεγονός που συμβάλλει στην άμβλυνση των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε επίπεδα υψηλότερα από ό,τι πριν από την πανδημία, καθιστώντας τα δημοσιονομικά πιο ευάλωτα σε δυσμενείς κλυδωνισμούς. Γενικότερα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να εξακολουθήσει να αυξάνεται σε όλους τους οικονομικούς τομείς στο μέλλον, καθώς οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις συνεχίζουν να ανατιμολογούνται με τα ισχύοντα, σημαντικά υψηλότερα επιτόκια.
Ύφεση στην αγορά ακινήτων
Εν τω μεταξύ, μια ύφεση βρίσκεται σε εξέλιξη στις αγορές ακινήτων. Ιδιαίτερα ο τομέας των εμπορικών ακινήτων συνεχίζει να υφίσταται σημαντική διόρθωση στις τιμές και δεν μπορεί να αποκλειστεί περαιτέρω πτώση. Αντίθετα, οι αγορές κατοικιών παρουσιάζουν κάποια σημάδια σταθεροποίησης μετά από μια μέχρι στιγμής ομαλή διόρθωση των τιμών.
Η εικόνα των τραπεζών
Οι τράπεζες στην Ευρωζώνη παρέμειναν ανθεκτικές, αλλά οι χαμηλές αποτιμήσεις των τραπεζών υποδηλώνουν ότι οι επενδυτές ανησυχούν για τη διάρκεια της κερδοφορίας των τραπεζών. Οι προκλήσεις για τις τράπεζες της Ευρωζώνης μπορεί να προκύψουν από τρεις πηγές.
Πρώτον, αυξάνονται οι ανησυχίες για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, δεδομένων των ενδείξεων για αυξανόμενες ζημίες σε ορισμένα χαρτοφυλάκια δανείων που είναι πιο ευαίσθητα στις κυκλικές υφέσεις, ιδίως στα εμπορικά ακίνητα.
Δεύτερον, το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών φαίνεται ότι θα παραμείνει υψηλό, ακόμη και αν τα επιτόκια αρχίσουν να μειώνονται.
Και τρίτον, τα έσοδα των τραπεζών ενδέχεται να εξασθενήσουν, καθώς τα λειτουργικά έσοδα αποδυναμώνονται λόγω της ακόμη υποτονικής αύξησης των δανείων και των χαμηλότερων εσόδων από τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Συνολικά, το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης είναι καλά εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους, δεδομένης της ισχυρής κεφαλαιακής θέσης και ρευστότητας. Για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε ένα αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον, είναι σκόπιμο οι μακροπροληπτικές αρχές να διατηρήσουν τα υφιστάμενα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, ώστε να διασφαλίσουν ότι είναι διαθέσιμα στις τράπεζες σε περίπτωση αντίθετων ανέμων, σε συνδυασμό με εφαρμογή μέτρων στοχευμένα στον δανειολήπτη τα οποία θα διασφαλίζουν ότι τα πρότυπα δανεισμού παραμένουν υγιή.
Η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου μακροπροληπτικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις εκτός του τραπεζικού κλάδου και η πιο ολοκληρωμένη εποπτεία των εν λόγω οντοτήτων σε επίπεδο Ε.Ε. θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στον μετριασμό των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ένας ανθεκτικός μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας θα προσέφερε στήριξη στην πρόοδο για την ένωση των κεφαλαιαγορών στην Ευρώπη, συμβάλλοντας στη διασφάλιση ότι οι επιχειρήσεις θα παρέχουν μια σταθερή πηγή χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία κατά τη διάρκεια του κύκλου.