Jamie Dimon: Προβλέψεις όχι για μειώσεις, αλλά για επιτόκια στο 8%

NEWSROOM
Τζέιμι Ντίμον, διευθύνων σύμβουλος της JP Morgna
Ο Τζέιμι Ντίμον / Φωτογραφία: ΑΡ

Την ώρα που άπαντες αναμένουν την πρώτη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μετά το άνοιγμα του κύκλου των αυξήσεών τους (πιθανόν τον προσεχή Ιούνιο), ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan όχι μόνο πήγε ενάντια στις προβλέψεις, αλλά προειδοποίησε για ένα ακόμη πιο αυστηρό οικονομικό πλαίσιο.

Συγκεκριμένα, στην ετήσια επιστολή του προς τους μετόχους της αμερικανικής τράπεζας που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες Δευτέρα, ο Τζέιμι Ντίμον έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ ενδεχομένως να «σκαρφαλώσουν» έως το 8%, καθώς όπως προειδοποίησε οι δαπάνες ρεκόρ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και οι πιέσεις προερχόμενες από τις γεωπολιτικές εντάσεις, θα περιπλέξουν τις προσπάθειες για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

«Οι τεράστιες δημοσιονομικές δαπάνες, τα τρισεκατομμύρια που απαιτούνται κάθε χρόνο για την πράσινη οικονομία, η επαναστρατιωτικοποίηση του πλανήτη και η αναδιάρθρωση του παγκόσμιου εμπορίου, είναι παράγοντες που προκαλούν αύξηση του πληθωρισμού», έγραψε ο Ντίμον.

Στην 61σέλιδη επιστολή του, αναγνωρίζει ότι η αμερικανική οικονομία παρέμεινε ανθεκτική παρά τον άφθονο σκεπτικισμό από τους αναλυτές (μεταξύ των οποίων και ο ίδιος) για την πορεία της. Ωστόσο, προειδοποίησε επίσης ότι το εύθραυστο παγκόσμιο σκηνικό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να ενισχύσει τις οικονομικές πιέσεις και να θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη.

Αισιόδοξες οι χρηματοπιστωτικές αγορές

Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σύμφωνα με τον ίδιο, επενδυτές και χρηματαγορές αναμένουν από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να σχεδιάσει τη λεγόμενη ήπια προσγείωση, σύμφωνα με την οποία η οικονομία θα αποφύγει την ύφεση, παρά την απότομη αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια.

Ο Ντίμον υποστηρίζει ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο συνεπάγεται ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει γρήγορα στο στόχο της Fed στο 2% από τα υψηλότερα επίπεδα επί του παρόντος, είναι λιγότερο πιθανό από ό,τι φαίνεται να υποδηλώνουν οι υποτονικές αποδόσεις των ομολόγων και τα επίπεδα ρεκόρ των μετοχών.

«Οι αγορές φαίνεται να τιμολογούν μια πιθανότητα 70% έως 80% μιας ήπιας προσγείωσης. Πιστεύω ότι οι πιθανότητες είναι πολύ μικρότερες από αυτό», υπογραμμίζει στο σημείωμά του.

Ο Ντίμον παραδοσιακά είναι επιφυλακτικός αναφορικά με τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας. Το 2022, είχε προειδοποιήσει ότι ένας «τυφώνας» επρόκειτο να πλήξει την αμερικανική οικονομία καθώς τα επιτόκια αυξάνονταν. Από την άλλη, προσφάτως ανακάλεσε κάποιες από τις πιο δυσοίωνες δηλώσεις του.

Από την άλλη, δεν νιώθει ακόμη έτοιμος να παραδεχτεί ότι ο κίνδυνος ακραίας μεταβλητότητας έχει υποχωρήσει. Σημειώνει ότι η τράπεζά του προετοιμάζεται για μια σειρά από σενάρια όπου τα επιτόκια θα μπορούσαν να πέσουν στο 2% ή να κατευθυνθούν στο «8% ή ακόμη και υψηλότερα», ανάλογα με το πού κατευθύνεται η οικονομία.

Αισιόδοξος για τις προοπτικές της JP Morgan

«Κάτω από αυτά τα πολλά διαφορετικά σενάρια, η τράπεζά μας θα συνεχίσει να έχει τουλάχιστον καλές επιδόσεις», αναφέρει.

Τόνισε επίσης, ότι η JP Morgan, η οποία πέρυσι κατέγραψε κέρδη ρεκόρ σχεδόν 50 δισ. δολαρίων, θα συνεχίσει να ευημερεί ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνθήκες, επικαλούμενος το εύρος της επιχειρηματικής επιτυχίας της και την ισχυρή διαχείριση των κινδύνων.

Η JP Morgan εξαγόρασε πέρυσι την First Republic μετά από την κρίση που προκλήθηκε από την αύξηση των επιτοκίων και την κακή διαχείριση κινδύνου από ορισμένες τράπεζες. Ανέλαβε 5.000 νέους εταιρικούς και περισσότερους από 500.000 ιδιώτες πελάτες στο πλαίσιο της συμφωνίας και ο Ντίμον εκτίμησε στην επιστολή του ότι η εξαγορά της First Republic θα προσθέτει περισσότερα από 2 δισ. δολάρια στα κέρδη της JP Morgan κάθε χρόνο.

Προειδοποίησε επίσης ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπερβαίνει τα όριά της προσπαθώντας να προσθέσει νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες και σημείωσε ότι θα μπορούσε να εμφανιστεί εκ νέου μεγαλύτερη αστάθεια στο τραπεζικό σύστημα εάν τα επιτόκια ανέβουν υψηλότερα.

«Ένα σενάριο όπου τα επιτόκια θα φθάσουν υψηλότερα από το 6% θα συνεπαγόταν πιθανότατα περισσότερη πίεση για το τραπεζικό σύστημα και για τις εταιρείες με υψηλή μόχλευση. Τα επιτόκια ήταν εξαιρετικά χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσοι επενδυτές και εταιρείες είναι πραγματικά προετοιμασμένοι για ένα περιβάλλον με υψηλότερα επιτόκια», κατέληξε.

ΣΧΕΤΙΚΑ