ΕΚΤ: Με ζημίες ύψους 1,26 δισ. ευρώ ολοκλήρωσε το 2023
Πού οφείλονται οι ζημίες μετά από σχεδόν 2 δεκαετίες κερδών για την ΕΚΤ.
Ζημία ύψους 1,266 δισ. ευρώ εμφανίζουν οι ελεγχθείσες οικονομικές καταστάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το 2023, η οποία θα καταγραφεί στον ισολογισμό της ΕΚΤ προκειμένου να συμψηφιστεί με μελλοντικά κέρδη. Η ζημία αυτή λαμβάνει υπόψη την αποδέσμευση ολόκληρου του ποσού της πρόβλεψης έναντι χρηματοοικονομικών κινδύνων, ύψους 6,620 δισ. ευρώ, με την οποία καλύφθηκε μέρος των ζημιών που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του έτους. Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, δεν θα γίνει διανομή κερδών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) της Ευρωζώνης για το 2023.
Ζημίες μετά από σχεδόν 2 δεκαετίες κερδών
Η ζημία, η οποία καταγράφηκε έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες σημαντικών κερδών, αντανακλά τον ρόλο και τις απαραίτητες ενέργειες πολιτικής που ανέλαβε το Ευρωσύστημα κατά την εκπλήρωση της πρωταρχικής αποστολής του να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών και δεν επηρεάζει την ικανότητά του να ασκεί αποτελεσματική νομισματική πολιτική. Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ για την καταπολέμηση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τόκων-εξόδων επί των υποχρεώσεων της ΕΚΤ που υπόκεινται σε κυμαινόμενα επιτόκια. Ωστόσο, οι τόκοι-έσοδα επί των στοιχείων ενεργητικού της ΕΚΤ δεν αυξήθηκαν στον ίδιο βαθμό ή με τον ίδιο ρυθμό, δεδομένου ότι τα εν λόγω στοιχεία έχουν σε μεγάλο βαθμό σταθερά επιτόκια και μακρές διάρκειες. Η ΕΚΤ είναι πιθανόν να καταγράψει ζημίες και τα αμέσως επόμενα έτη, αλλά στη συνέχεια προβλέπεται να επανέλθει σε διατηρήσιμη κερδοφορία. Η οικονομική ευρωστία της ΕΚΤ υπογραμμίζεται περαιτέρω από το κεφάλαιο και τους σημαντικού ύψους λογαριασμούς αναπροσαρμογής της, που συμποσούνται σε 46 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2023. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ είναι σε θέση να λειτουργεί αποτελεσματικά και να εκπληρώνει την πρωταρχική της αποστολή να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών ανεξάρτητα από τυχόν ζημίες.
Τα οικονομικά μεγέθη
Το 2023 οι καθαροί τόκοι-έξοδα της ΕΚΤ ανήλθαν συνολικά σε 7.193 εκατ. ευρώ (2022: καθαροί τόκοι-έσοδα 900 εκατ. ευρώ), κυρίως λόγω των τόκων-εξόδων που προέκυψαν από την καθαρή υποχρέωση της ΕΚΤ στο πλαίσιο του TARGET, ύψους 14.236 εκατ. ευρώ (2022: 2.075 εκατ. ευρώ). Οι υψηλότεροι τόκοι-έξοδα οφείλονται στην αύξηση του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης (ΠΚΑ), δηλαδή του επιτοκίου που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του τόκου της εν λόγω υποχρέωσης, το οποίο αυξήθηκε από 0,6% κατά μέσο όρο το 2022 σε 3,8% κατά μέσο όρο το 2023. Η αύξηση του επιτοκίου ΠΚΑ οδήγησε επίσης σε αυξήσεις των τόκων-εσόδων επί του μεριδίου της ΕΚΤ στο σύνολο των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων ευρώ και των τόκων-εξόδων που καταβλήθηκαν στις ΕθνΚΤ στο πλαίσιο του εκτοκισμού των απαιτήσεών τους σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα, οι οποίοι ανήλθαν σε 4.817 εκατ. ευρώ και 1.335 εκατ. ευρώ αντίστοιχα (2022: 736 εκατ. ευρώ και 201 εκατ. ευρώ αντίστοιχα). Οι καθαροί τόκοι-έσοδα από τίτλους διακρατούμενους για σκοπούς νομισματικής πολιτικής αυξήθηκαν σε 3.467 εκατ. ευρώ (2022: 1.534 εκατ. ευρώ), ενώ οι καθαροί τόκοι-έσοδα επί των συναλλαγματικών διαθεσίμων αυξήθηκαν σε 2.382 εκατ. ευρώ (2022: 798 εκατ. ευρώ). Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στις υψηλότερες μέσες αποδόσεις στη ζώνη του ευρώ και στις ΗΠΑ το 2023.
Οι αποσβέσεις ανήλθαν σε 38 εκατ. ευρώ (2022: 1.840 εκατ. ευρώ), κυρίως λόγω μη πραγματοποιηθεισών ζημιών από μεταβολές τιμών επί διαφόρων τίτλων που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο τίτλων σε δολάρια ΗΠΑ και στο χαρτοφυλάκιο ίδιων κεφαλαίων.
Διενεργήθηκαν έλεγχοι απομείωσης της αξίας στους τίτλους που διακρατούνται στα χαρτοφυλάκια νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, οι οποίοι αποτιμώνται στο αναπόσβεστο κόστος (και υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης αξίας). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων, δεν καταγράφηκαν ζημίες λόγω απομείωσης της αξίας σε αυτά τα χαρτοφυλάκια της ΕΚΤ.
Οι συνολικές δαπάνες προσωπικού αυξήθηκαν σε 676 εκατ. ευρώ (2022: 652 εκατ. ευρώ), λόγω του υψηλότερου μέσου αριθμού υπαλλήλων το 2023, κυρίως στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας, και των μισθολογικών προσαρμογών. Οι λοιπές διοικητικές δαπάνες αυξήθηκαν σε 596 εκατ. ευρώ (2022: 572 εκατ. ευρώ), κυρίως λόγω της επανόδου σε κανονικά επίπεδα δραστηριότητας μετά την πανδημία, ιδίως στην τραπεζική εποπτεία, και της επίδρασης του πληθωρισμού.
Τα έσοδα από εποπτικά τέλη, τα οποία προκύπτουν από την επιβολή τελών για την κάλυψη των δαπανών της ΕΚΤ στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών καθηκόντων της, ανήλθαν σε 654 εκατ. ευρώ (2022: 594 εκατ. ευρώ).
Το συνολικό μέγεθος του ισολογισμού της ΕΚΤ μειώθηκε κατά 24 δισεκ. ευρώ σε 674 δισεκ. ευρώ (2022: 699 δισεκ. ευρώ). Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στη σταδιακή μείωση των τίτλων που διακρατούνται στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) ως αποτέλεσμα της μερικής μόνο επανεπένδυσης των ποσών κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2023 και του πλήρους τερματισμού τέτοιων επανεπενδύσεων από τον Ιούλιο του 2023.
Ενοποιημένος ισολογισμός του Ευρωσυστήματος
Στο τέλος του 2023 το μέγεθος του ενοποιημένου ισολογισμού του Ευρωσυστήματος, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ και της ΕΚΤ έναντι τρίτων μερών, ήταν 6.935 δισεκ. ευρώ (2022: 7.951 δισεκ. ευρώ). Η μείωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος οφείλεται κυρίως στη μείωση των δανειοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος σε 410 δισεκ. ευρώ (2022: 1.324 δισεκ. ευρώ) σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της λήξης και των πρόωρων αποπληρωμών των ποσών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs III). Επιπλέον, οι τίτλοι που διακρατούνται από το Ευρωσύστημα για σκοπούς νομισματικής πολιτικής μειώθηκαν κατά 243 δισεκ. ευρώ σε 4.694 δισεκ. ευρώ (2022: 4.937 δισεκ. ευρώ), κυρίως λόγω εξοφλήσεων. Οι τίτλοι που διακρατούνται στο πλαίσιο του προγράμματος APP μειώθηκαν κατά 228 δισεκ. ευρώ σε 3.026 δισεκ. ευρώ και οι τίτλοι που διακρατούνται στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) μειώθηκαν κατά 15 δισεκ. ευρώ σε 1.666 δισεκ. ευρώ.