Ένα δείπνο με τον Κινέζο πρόεδρο, «άνοιξε τον δρόμο» για συμφωνίες αμερικανικών εταιρειών
Ο διευθύνων σύμβουλος της Broadcom Χοκ Ταν πλήρωσε 40.000 δολάρια για να καθίσει στο τραπέζι του Σι Τζιπίνγκ στο πρόσφατο δείπνο του Κινέζου ηγέτη στο Σαν Φρανσίσκο στις ΗΠΑ με τους επικεφαλής των αμερικανικών επιχειρήσεων. Για τον Ταν διακυβεύονταν πολύ περισσότερα: μια συμφωνία ύψους 69 δισ. δολαρίων χρειαζόταν την έγκριση της Κίνας, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της στην ιστοσελίδα της η αμερικανική εφημερίδα The Wall Street Journal.
Επί μήνες, οι ρυθμιστικές αρχές της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, δεν ενέκριναν την πρόταση της αμερικανικής εταιρείας κατασκευής ημιαγωγών για την εξαγορά της εταιρείας ανάπτυξης επιχειρηματικού λογισμικού Vmware. Μια άρνηση που ανάγκασε τη Broadcom να αναβάλει τρεις φορές την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συμφωνίας, η οποία είχε ανακοινωθεί για πρώτη φορά τον Μάιο του 2022. Στο παρελθόν, το Πεκίνο έχει καθυστερήσει και άλλες συγχωνεύσεις στις οποίες εμπλέκονταν αμερικανικές εταιρείες. Η προγραμματισμένη εξαγορά της της ισραηλινής εταιρείας Tower Semiconductor από την Intel, για περισσότερα από 5 δισ. δολάρια, ακυρώθηκε τον περασμένο Αύγουστο, αφού οι κινεζικές ρυθμιστικές αρχές δεν την ενέκριναν.
Λίγες ημέρες μετά το δείπνο στο Σαν Φρανσίσκο, η Κίνα έδωσε την έγκρισή της στη συμφωνία της Broadcom. Το Πεκίνο έδωσε επίσης το πολυαναμενόμενο «πράσινο φως» στην εταιρεία επεξεργασίας ηλεκτρονικών πληρωμών Mastercard για την έκδοση καρτών στην Κίνα σε γουάν με το σήμα της αμερικανικής εταιρείας.
Ορισμένοι αναλυτές ερμήνευσαν τις αποφάσεις αυτές ως νίκες των αμερικανικών επιχειρήσεων κι ενώ οι εταιρείες καθίστανται γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικές όσον αφορά την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κίνα. Οι αποφάσεις δείχνουν επίσης πώς οι εταιρείες μπορούν να καταστούν πιόνια στον εντεινόμενο γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, αξιωματούχοι της αντιμονοπωλιακής ρυθμιστικής αρχής της Κίνας, της Κρατικής Διοίκησης για τη Ρύθμιση της Αγοράς, άφησαν να εννοηθεί στη Broadcom ότι ήταν έτοιμοι να υπογράψουν τη συμφωνία, εφόσον η εταιρεία πληρούσε όλους τους όρους, σύμφωνα με άτομα με γνώση επί του θέματος.
Τα στελέχη της Broadcom, ωστόσο, παρέτειναν την προθεσμία για τη συμφωνία, αφού είχαν ενδείξεις από Κινέζους αξιωματούχους ότι δεν θα ήταν μια απλή επιχειρηματική απόφαση. Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας θα είχε επίσης λόγο, σύμφωνα με τις ίδιε πηγές.
Με αυτό το σκεπτικό, ο Ταν επιδίωξε και κατάφερε να εξασφαλίσει μια θέση στη συνάντηση με τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών Γουάνγκ Γι στα τέλη Οκτωβρίου. Ο Γουάνγκ, ο οποίος βρισκόταν στην Ουάσινγκτον για να προετοιμάσει το έδαφος για την επίσκεψη του Σι τον Νοέμβριο, πραγματοποίησε συνάντηση με Αμερικανούς επιχειρηματίες στο περιθώριο του ταξιδιού του.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Ταν, ένας Κινέζος επιχειρηματίας που γεννήθηκε στη Μαλαισία και είναι πλέον Αμερικανός πολίτης, έθεσε το θέμα της συμφωνίας Broadcom-VMware. Ο Γουάνγκ απάντησε, λέγοντας ότι το Πεκίνο συνεχίζει να καλωσορίζει τις ξένες επενδύσεις, χωρίς να δώσει στοιχεία για τις πιθανές ενέργειες της Κίνας, σύμφωνα με τις πηγές.
Η Broadcom αρνήθηκε να σχολιάσει. Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας παρέπεμψε τη Wall Street Journal στην επίσημη δήλωση που εξέδωσε στις 21 Νοεμβρίου για την έγκριση της συμφωνίας της Broadcom.
Οι εγκρίσεις που εξασφάλισαν οι Mastercard και Broadcom αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις με επιτυχή κατάληξη και πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της διμερούς σχέσης, επισημαίνει ο Έρικ Ζενγκ, πρόεδρος του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Σαγκάη, τα μέλη του οποίου έχουν υποδείξει τις αβέβαιες σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας ως τη μεγαλύτερη ανησυχία τους.
«Αυτές θα πρέπει να είναι συνήθεις επιχειρηματικές πρακτικές, με βάση τους καθιερωμένους νόμους και κανονισμούς. Οι ξένες επιχειρήσεις θέλουν τέτοιες περιπτώσεις να μην πολιτικοποιούνται» τονίζει ο ίδιος.
Η Κίνα χρησιμοποιεί εδώ και καιρό την πρόσβαση στην τεράστια καταναλωτική αγορά της ως εργαλείο για να κερδίσει γεωπολιτικές και επιχειρηματικές παραχωρήσεις. Πιο πρόσφατα, εκμεταλλεύθηκε την ευχέρεια που διαθέτει στις πρώτες ύλες όπως οι σπάνιες γαίες και χρησιμοποίησε τις αντιμονοπωλιακές εγκρίσεις ως απάντηση στις εμπορικές ενέργειες που θεωρεί δυσμενείς. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι κατακρίνουν τις ενέργειες των ΗΠΑ, τις οποίες το Πεκίνο θεωρεί ότι τιμωρούν άδικα τις κινεζικές εταιρείες.
Οι επικεφαλής των Broadcom, Mastercard και Boeing ήταν μεταξύ των παρευρισκόμενων στο δείπνου για τον Σι που διοργάνωσαν αμερικανικοί επιχειρηματικοί όμιλοι.
Ενώ η Mastercard κατάφερε να πάρει την έγκριση, την οποία επεδίωκε εδώ και χρόνια, η αμερικανική κατασκευάστρια αεροσκαφών Boeing εξακολουθεί να είναι αποκλεισμένη.
Η Κίνα δεν έχει αγοράσει επιβατικά αεροπλάνα από την Boeing από το 2017, εν μέσω εμπορικών εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών και δύο θανατηφόρων συντριβών του επιβατικού αεροσκάφους 737 Max της Boeing. Μέχρι τη Δευτέρα δεν είχε ανακοινωθεί η επανέναρξη, παρά τις ελπίδες ορισμένων επενδυτών μετά την εγκάρδια σύνοδο κορυφής του Σι με τον πρόεδρο Μπάιντεν, η οποία βοήθησε να αποφορτιστούν οι κλιμακούμενες εντάσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Το δείπνο του Σι με Αμερικανούς επιχειρηματικούς ηγέτες -η Μέριτ Τζάνοου, προέδρος του διοικητικού συμβουλίου της Mastercard ήταν μεταξύ αυτών- απογοήτευσε αρκετούς, επειδή δεν έγινε καμία συζήτηση που να αφορά το εμπόριο.
Πολλά στελέχη των επιχειρήσεων προειδοποιούν ότι οι πρόσφατες εγκρίσεις είναι απίθανο να ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες για επενδύσεις στην Κίνα και το Πεκίνο έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να πείσει τις πολυεθνικές ότι είναι ευπρόσδεκτες εκεί.
Την περασμένη Πέμπτη η δεξαμενή σκέψης Conference Board με έδρα τη Νέα Υόρκη δημοσίευσε μια δημοσκόπηση που δείχνει ότι οι επικεφαλής των πολυεθνικών εταιρειών νιώθουν λιγότερο σίγουροι για την Κίνα, καθώς τα οικονομικά προβλήματα στη χώρα επιμένουν.
Η έρευνα στην οποία συμμετείχαν 35 διευθύνοντες σύμβουλοι κυρίως αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών με έδρα στην Κίνα και διεξήχθη πριν από τις πρόσφατες εγκρίσεις, διαπιστώνει ότι ο δείκτης του επιχειρηματικού κλίματος στην Κίνα υποχώρησε από τις 72 μονάδες πριν από έξι μήνες στις 54 το β΄ εξάμηνο του έτους. Μια μέτρηση κάτω των 50 μονάδων αντανακλά περισσότερο αρνητικές παρά θετικές απαντήσεις.
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι το 40% των διευθυνόντων συμβούλων αναμένει μείωση των επενδύσεων και σχεδόν άλλοι τόσοι προβλέπουν μείωση του αριθμού εργαζομένων τους επόμενους έξι μήνες, από μόλις 9% το α΄ εξάμηνο του έτους.
Οι ξένες επιχειρήσεις απέσυραν συνολικά περισσότερα από 160 δισ. δολάρια σε κέρδη από την Κίνα κατά τα έξι διαδοχικά τρίμηνα έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με στοιχεία της χώρας, μια ασυνήθιστα εκροή που καταδεικνύει την υποβάθμιση της ελκυστικότητας της χώρας για τα ξένα κεφάλαια.
Αρκετές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις στην Κίνα παραμένουν, από τους αδιαφανείς νόμους για τον εντοπισμό δεδομένων μέχρι τις δυσκολίες στην πρόσβαση στις πληροφορίες της χώρας. Οι επιδρομές των αρχών σε ξένες εταιρείες παροχής υπηρεσιών και παροχής συμβουλών, η κράτηση εργαζομένων τους και οι απαγορεύσεις εξόδου σε στελέχη τους, έχουν προβληματίσει τις εταιρείες σχετικά με την παρουσία τους στην ασιατική χώρα. Ένα άλλο μελανό σημείο είναι ότι η επιχειρηματική δραστηριότητά τους στην Κίνα μπορεί τεθεί στο μικροσκόπιο από αξιωματούχους και βουλευτές στην Ουάσινγκτον.
«Πρόκειται για ένα περιβάλλον που λειτουργεί με καρότα και μαστίγια και φαίνεται ότι βρισκόμαστε στη λειτουργία των καρότων», δηλώνει ο Τζέιμς Ζίμερμαν, εταίρος στην Perkins Coie, ο οποίος συμβουλεύει ξένες εταιρείες για εταιρικά και ρυθμιστικά θέματα στην Κίνα.
«Η Κίνα είναι ένα λειτουργικό περιβάλλον όπου κάθε άδεια και έγκριση είναι μια διαδικασία που μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη και μάλιστα όταν οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας πηγαίνουν προς το χειρότερο», καταλήγει.