Πληθωρισμός: Κι όμως υπάρχει χώρα που η άνοδός του είναι «χαρμόσυνο» νέο
Για 25 χρόνια, η Ιαπωνία πειραματίσθηκε με ότι όπλο διαθέτουν στη φαρέτρα τους οι κεντρικές τράπεζες προκειμένου να καταφέρει να αυξηθεί ο πληθωρισμός και συγχρόνως να αναζωογονήσει την προβληματική οικονομία της. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, αποδείχθηκε ότι η θεραπεία για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο ήταν η πανδημία και ο πόλεμος.
Το υψηλότερο κόστος στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις δυσλειτουργίες στις αλυσίδες εφοδιασμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, φέρνουν ένα αιφνίδιο τέλος στη μακρά και ζοφερή εποχή της ιαπωνικοποίησης (αρνητικός πληθωρισμός με στάσιμη ανάπτυξη). Πλέον, οι επιχειρήσεις αυξάνουν σημαντικά τις τιμές και οι μισθοί έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν.
«Είναι σαν μια ατυχία που μετατράπηκε σε ευλογία», ισχυρίζεται ο Ετσούρο Χόντα, οικονομικός σύμβουλος του αείμνηστου πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε. «Χάρη σε αυτές τις καταστροφές, η αποπληθωριστική νοοτροπία έχει εξαφανιστεί».
Για δεκαετίες, η ιαπωνοποίηση ήταν συντομογραφία για την οικονομική «κατάρα» της πτώσης των τιμών και της στασιμότητας της ανάπτυξης. Η πτώση των τιμών μπορεί να ακούγεται είναι κάτι καλό για τους καταναλωτές στη Δύση που πλήττονται από τον πληθωρισμό, ωστόσο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο ζουν εδώ και καιρό με τον φόβο ότι οι οικονομίες τους θα πέσουν στην παγίδα που έπεσε η Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Η αναπάντεχη διαφυγή της Ιαπωνίας αποδεικνύει ένα νέο μάθημα: Χρειάζεται ένα ισχυρό τράνταγμα για να εκτοπιστεί η ιαπωνικοποίηση, όμως δεν είναι απελπιστική υπόθεση.
Αυτή η κατάσταση έχει κάνει την εμφάνισή της στην Κίνα, όπου οι τιμές έχουν σταματήσει να αυξάνονται και οι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους με τρόπο που μοιάζει με αυτόν στην Ιαπωνία πριν από τρεις δεκαετίες. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο Τόκιο υποστηρίζουν ότι η Ιαπωνία θα έπρεπε να είχε δράσει αποφασιστικά από νωρίς αντί να περιμένει δεκαετίες -ένα μήνυμα που το Πεκίνο δεν φαίνεται να ακούει, καθώς αντιστέκεται στις εκκλήσεις για την προώθηση των καταναλωτικών δαπανών και την απελευθέρωση των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Επί του παρόντος, ο πληθωρισμός της Ιαπωνίας τρέχει στο 3% και οι μισθοί αυξάνονται, αν και πιο αργά από τις τιμές.
Στις 31Οκτωβρίου, η Τράπεζα της Ιαπωνίας δήλωσε ότι αναμένει τον δομικό πληθωρισμό να διαμορφωθεί στο 2,8% για το οικονομικό έτος που λήγει τον Μάρτιο του 2025, το οποίο θα είναι το τρίτο συνεχόμενο έτος αύξησης των τιμών υψηλότερα του στόχου στο 2%. Αν και η χώρα δεν έχει διαφύγει ακόμη από την παγίδα της ιαπωνικοποίησης, οι οικονομολόγοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής λένε ότι έχει επιτέλους την ευκαιρία να αφήσει πίσω της τον αποπληθωρισμό.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Τόκιο, Τσουτόμου Γουατανάμπε, οι νεότερες ιδίως γενιές των Ιαπώνων έχουν συνηθίσει σε σταθερές τιμές και μισθούς και οι προσδοκίες αυτές ενισχύονται από μόνες τους.
«Τώρα οι άνθρωποι στα 20, 30 ή στις αρχές των 40 τους αποκτούν πραγματική εμπειρία με τον πληθωρισμό, οπότε οι προσδοκίες τους για αυτόν αλλάζουν. Νομίζω ότι αυτός ο πληθωρισμός και οι αυξήσεις των μισθών είναι βιώσιμες» , επισημαίνει.
Ένα άλλο μάθημα τη χώρα του Ανατέλλοντος Ήλιου, αν και όχι καθολικά αποδεκτό, αφορά το ρόλο των κρατικών δαπανών και των φορολογικών περικοπών παράλληλα με την πολιτική της κεντρικής τράπεζας για την την καταπολέμηση της ιαπωνικοποίησης. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια πρόσθετων κυβερνητικών δαπανών τα τελευταία δύο χρόνια, συμπεριλαμβανομένων άμεσων πληρωμών σε μετρητά στα νοικοκυριά, βοήθησαν την Ιαπωνία να ξεπεράσει την πανδημία, αλλά και στους καταναλωτές να δημιουργήσουν αποταμιεύσεις τις οποίες μπορούν να ξοδέψουν σήμερα για να τονώσουν την οικονομία.
Στις ΗΠΑ, ο νόμος για το σχέδιο διάσωσης ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων που υπέγραψε ο πρόεδρος Μπάιντεν τον Μάρτιο του 2021 εμπνεύστηκε από την εμπειρία της υποτονικής ανάκαμψης των ΗΠΑ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία περιλάμβανε περιόδους στις οποίες ο πληθωρισμός ήταν κάτω από τον στόχο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, παρά τα μηδενικά επιτόκια, όπως στην Ιαπωνία.
Οι καταναλωτικές δαπάνες στοχοποιήθηκαν εντόνως από ορισμένους Δημοκρατικούς, θεωρώντας ότι συνέβαλαν στην ώθηση του πληθωρισμού πολύ υψηλότερα από τον στόχο της Fed στο 2%.
Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ιαπωνία αναπτύχθηκε και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, οι όποιοι φόβοι προέρχονταν από τον πληθωρισμό, ειδικότερα όταν εκτινάχθηκε στο 20% κατά τη διάρκεια των πετρελαϊκών κρίσεων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970.
Ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε τη δεκαετία του 1980 και αποκλιμακώθηκε περαιτέρω στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μετά την κατάρρευση της φούσκας στα ακίνητα και τις μετοχές. Το 1995, ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται. Μετά την αύξηση της φορολογίας και τη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ασία το 1997, η Ιαπωνία διολίσθησε σε πλήρη αποπληθωρισμό, παρόλο που η κεντρική τράπεζα μείωσε τα επιτόκια στο μηδέν.
Ενώ η πτώση των τιμών μπορεί να φαίνεται ιδανική για τους καταναλωτές, οι οικονομολόγοι συμφωνούν γενικά ότι ο αποπληθωρισμός δεν είναι καλός. Η διάβρωση των τιμών σε όλη την οικονομία συνοδεύεται συνήθως από ατελείς εταιρικές επενδύσεις, περικοπές στους μισθούς και ένα κλίμα απαισιοδοξίας.
Κανείς δεν πανηγύρισε όταν οι τιμές καταναλωτή μειώθηκαν περισσότερο από 25% στις ΗΠΑ το διάστημα μεταξύ 1930 και 1933, στο ξέσπασμα της Μεγάλης Ύφεσης.
Ο Χαρουχίκο, ο οποίος έγινε διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας το 2013, παρομοίασε τον αποπληθωρισμό της Ιαπωνίας με μια χρόνια ασθένεια. Τέτοιες ασθένειες «τείνουν να προκαλούν σχετικά λίγο πόνο στους ασθενείς, αλλά για τον λόγο αυτό μπορεί να είναι σιωπηλοί δολοφόνοι που καταστρέφουν αθόρυβα ολόκληρο το σώμα», είχε πει σε ομιλία του το 2016.
Το 1999, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ήταν η πρώτη που υιοθέτησε την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων. Ήταν επίσης η πρώτη που δοκίμασε την ποσοτική χαλάρωση, κατά την οποία αγόρασε επιπλέον κρατικό χρέος από τις εμπορικές τράπεζες με αντάλλαγμα τις καταθέσεις αυτών των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα. Ο στόχος ήταν να χαλαρώσουν οι πιστωτικές συνθήκες και να ενθαρρυνθεί ο δανεισμός.
Ο Κουρόντα θεώρησε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, οπότε πυροδότησε αυτό που ονομάστηκε μπαζούκα -επεκτείνοντας σημαντικά τις αγορές πιο μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων, εταιρικού χρέους και μετοχικών κεφαλαίων. Ορκίστηκε να επιτύχει να φέρει τον πληθωρισμό στο 2% εντός δύο ετών.
Όταν ο στόχος του πληθωρισμού αποδείχθηκε άπιαστος, προχώρησε περαιτέρω με αρνητικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Στην ομιλία του το 2016, έκανε λόγο για «την πιο ισχυρή νομισματική χαλάρωση στη σύγχρονη ιστορία της κεντρικής τραπεζικής». Λίγους μήνες αργότερα, ανέλαβε επίσης τη δέσμευση να διατηρήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια πέριξ του μηδέν.
Τόσο ο Κουρόντα όσο και ο Σίνζο Άμπε, πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, πίστευαν ότι οι τολμηρές δηλώσεις θα μπορούσαν να αλλάξουν την ψυχολογία της χώρας. Ο πληθωρισμός όντως κινήθηκε σε θετικό έδαφος και ο Άμπε μιλούσε συχνά για τα εκατομμύρια νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν υπό την κυβέρνησή του. Μίλησε λιγότερο για τους μισθούς που πλήρωναν αυτές οι θέσεις εργασίας -ελάχιστα διαφορετικές από 25 χρονιά νωρίτερα.
Τελικά, οι ενθαρρυντικές ομιλίες του Κουρόντα δεν άλλαξαν τη νοοτροπία της χώρας.Η ποσοτική χαλάρωση τέθηκε επίσης υπό επανεξέταση, καθώς πολλοί οικονομολόγοι άρχισαν να πιστεύουν ότι τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη είχε περιορισμένο αποτέλεσμα.
Ο Άμπε κατηγόρησε για την πληγωμένη ψυχολογία της Ιαπωνίας τις αυξήσεις φόρων που προωθήθηκαν από το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο ελέγχει τον προϋπολογισμό και έπεισε πολλούς βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος ότι η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας κρίσης χρέους. Οι αυξήσεις το 2014 και το 2019 ανέβασαν τον φόρο επί των πωλήσεων στο 10%, από 5% και κάθε μία από αυτές τις αυξήσεις προκάλεσε συρρίκνωση της οικονομίας.
Στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύτηκαν μετά τη δολοφονία του το 2022, ο Άμπε γράφει για το υπουργείο: «Είναι ικανοποιητικό όσο διατηρείται η δημοσιονομική ορθότητα, ακόμη και αν η χώρα συναντήσει την καταστροφή». Αξιωματούχοι του υπουργείου λένε ότι ο Άμπε απέτυχε να αναγνωρίσει τους κινδύνους του δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας, το οποίο έχει πλησιάσει τα 10 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 260% του ΑΕΠ της χώρας, πολύ υψηλότερο από το ποσοστό των ΗΠΑ που βρίσκεται περίπου στο 120%.
Η πανδημία επιδείνωσε αρχικά το πρόβλημα του αποπληθωρισμού στην Ιαπωνία. Στη συνέχεια, ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων, ιδίως του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των σιτηρών, ενώ η πτώση της αξίας του γεν έναντι του δολαρίου ανέβασε το κόστος των εισαγωγών σε όρους γεν. Τον Απρίλιο του 2022, ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία έφτασε το 2,5%, ξεπερνώντας τον στόχο της κεντρικής τράπεζας για 2%.
Ορισμένοι διευθύνοντες σύμβουλοι λένε ότι ο πληθωρισμός σημαίνει ότι πρέπει να επενδύσουν σε εργαζόμενους και νέο εξοπλισμό ώστε να βελτιώσουν τα προϊόντα τους για να δικαιολογήσουν τις υψηλότερες τιμές.
Οι ιαπωνικές εταιρείες, κατά μέσο όρο, συμφώνησαν σε αυξήσεις μισθών 3,58% στις ετήσιες διαπραγματεύσεις την περασμένη άνοιξη, η μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων τριών δεκαετιών. Την ίδια ώρα προχωρούν σε επενδύσεις με ρυθμούς ρεκόρ, με το ετήσιο σύνολο να αναμένεται να ξεπεράσει τα 100 τρισ. γιεν (665 δισ. δολάρια), φέτος και του χρόνου, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνών NLI. Αυτό υποδηλώνει ότι η πρόοδος στην καταπολέμηση της ιαπωνικοποίησης μεταφράζεται σε μια πιο δυναμική οικονομία, που ήταν άλλωστε και ο στόχος από την αρχή. Η οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 4,8% το διάστημα μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου και αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται μέχρι το επόμενο έτος.
Παρόλα αυτά, ο Καζούο Ουέντα, ο σημερινός διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, δεν είναι σίγουρος ότι η αλλαγή νοοτροπίας θα παραμείνει, γι' αυτό και συγκρατεί τις σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων. Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι οι μισθοί, ενώ αυξάνονται, δεν έχουν ακόμη προλάβει να ακολουθήσουν τον πληθωρισμό.
Σε ομιλία του αυτή την εβδομάδα, ο Ουέντα δήλωσε ότι αισιοδοξεί όταν βλέπει τις εταιρείες να αυξάνουν τους μισθούς και τις τιμές, αλλά «δεν είναι ακόμη σαφές αν ο ενάρετος κύκλος θα ενταθεί».
Ο Ετσούρο Χόντα, πρώην σύμβουλος του Άμπε, ανησυχεί ότι ο πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα μπορεί να αυξήσει τους φόρους για να συνοδεύσει τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες. «Αν μιλάμε ακόμη και για αύξηση των φόρων σε αυτό το στάδιο, δεν θα έχει θετική επίδραση στην ψυχολογία των ανθρώπων», τονίζει.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παραμέτρους, στις 2 Νοεμβρίου ο Κισίντα δήλωσε ότι το επόμενο έτος θα προβεί σε εφάπαξ μείωση του φόρου εισοδήματος κατά μερικές εκατοντάδες δολάρια ανά νοικοκυριό. Πρόκειται για μέρος ενός πακέτου οικονομικής στήριξης ύψους 113 δισ. δολαρίων το οποίο επεκτείνει τα κίνητρα για τις εταιρείες να αυξήσουν τους μισθούς.
«Εάν υπάρχει έστω και μια μικρή τάση» για μια προσγείωση στο έδαφος του αποπληθωρισμού, «ο σιδηρούς νόμος είναι να ανεβάσουμε τη μηχανή και να φύγουμε από εκεί», υπογραμμίζει ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Τόκιο ο Γουατανάμπε. «Αν χαθεί αυτή η ευκαιρία, άλλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει σύντομα».