Παγκόσμια οικονομία: Γιατί οι κορυφαίοι τραπεζίτες της Wall Street εμφανίζονται απαισιόδοξοι
Απαισιόδοξοι για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας το επόμενο έτος εμφανίζονται οι κορυφαίοι τραπεζίτης της Wall Street, καθώς οι εκλογές στις ΗΠΑ, η νομισματική πολιτική και η κλιμάκωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή επιβαρύνουν το κλίμα.
«Αν λάβετε υπόψη σας τον χρονικό ορίζοντα, οι νομισματικές πολιτικές που θα δούμε θα έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στον κόσμο, είναι δύσκολο να είμαστε αισιόδοξοι», δήλωσε ο ιδρυτής της Bridgewater Associates, Ρέι Ντάλιο, κατά τη διάρκεια ενός πάνελ την πρώτη ημέρα του Future Investment Initiative στη Σαουδική Αραβία. Οι επερχόμενες αμερικανικές εκλογές θα αφορούν τις ασυμβίβαστες διαφορές που έχουν να κάνουν με τον πλούτο και την εξουσία, πρόσθεσε.
Μιλώντας μαζί με τον Ντάλιο και τον ιθύνοντα νου της JP Morgan Τζέιμι Ντίμον, η Τζέιν Φρέιζερ της Citigroup επανέλαβε αυτά τα σχόλια. «Καθόμαστε εδώ με φόντο την τρομοκρατική επίθεση στο Ισραήλ και τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν έκτοτε, και είναι απελπιστικά λυπηρό. Έτσι είναι δύσκολο να μην είμαστε λίγο απαισιόδοξοι», ανέφερε.
Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς αναγκάζει τους επικεφαλής των επιχειρήσεων παγκοσμίως να σκεφτούν περισσότερο τα θέματα ασφάλειας, σύμφωνα με τη Φρέιζερ. «Υπάρχει ένα νέο S στην ESG που είναι η ασφάλεια (Security), είτε πρόκειται για την ασφάλεια των τροφίμων, είτε για την ενεργειακή ασφάλεια, είτε θα μπορούσε να είναι η άμυνα, είτε η οικονομική ασφάλεια. Αυτό είναι σίγουρα ένα θέμα για όλους τους διευθύνοντες συμβούλους σε όλο τον κόσμο -πώς να οικοδομήσουμε πιο ανθεκτικές εταιρείες και χώρες».
Ο Τζέιμι Ντίμον της JP Morgan υπογράμμισε πως το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες έκαναν «100% μεγάλο λάθος» στις οικονομικές προβλέψεις πριν από περίπου 18 μήνες θα πρέπει να τις οδηγήσει σε κάποια ταπεινότητα σχετικά με τις προοπτικές για το επόμενο έτος, ενώ παράλληλα εξέφρασε αμφιβολίες για το αν οι ρυθμιστικές αρχές και οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να διαχειριστούν τις οικονομικές επιπτώσεις από την αύξηση του πληθωρισμού και την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
«Οι δημοσιονομικές δαπάνες είναι περισσότερες από ποτέ σε καιρό ειρήνης και υπάρχει αυτή η παντοδύναμη αίσθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις μπορούν να διαχειριστούν όλα αυτά τα πράγματα. Είμαι επιφυλακτικός για το τι θα συμβεί το επόμενο έτος», δήλωσε στη συζήτηση που συντόνισε ο εκ των ιδρυτών της Carlyle Ντέιβιντ Ρούμπενσταϊν.
Από τη μεριά του, ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock Λάρι Φινκ επισήμανε ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ «θα πρέπει να ανεβάσει τα επιτόκια υψηλότερα», για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κάτι που σημαίνει ότι μέχρι το 2025 μπορεί να υπάρξει είτε μαλακή είτε σκληρή προσγείωση (της αμερικανικής οικονομίας). Το 2024, δεν αναμένει κανένα από τα δύο σενάρια, συμπλήρωσε.
«Αυτό μου θυμίζει τη δεκαετία του 1970, η δεκαετία αυτή αφορούσε την κακή πολιτική, σήμερα πρόκειται πάλι για κακή πολιτική, μια μεγάλη μακρο-μετατόπιση», σημείωσε ο Φινκ. Αν και η καταναλωτική δύναμη στις ΗΠΑ προσφέρει κάποια αισιοδοξία, σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως στην Ευρώπη, αντιμετωπίζουν πολύ πιο «σοβαρούς αντίθετους ανέμους».
Τα κορυφαία στελέχη μετέβησαν στο Ριάντ για τη φετινή επενδυτική σύνοδο κορυφής παρά τις κλιμακούμενες εντάσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς, η οποία έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική ομάδα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι ο τελευταίος παγκόσμιος ηγέτης που επισκέφθηκε το Ισραήλ, όπου θα συναντηθεί με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και αναμένεται να ζητήσει την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας Ισραήλ-Παλαιστίνης.
Αβέβαιος για τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές κατά την τρέχουσα περίοδο εμφανίσθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, Ντέιβιντ Σόλομον, ενώ και ευελπιτεί για την ανάκαμψη των συναλλαγών μακροπρόθεσμα. «Μακροπρόθεσμα, είμαι σίγουρα αισιόδοξος, όμως δεν είμαι βέβαιος για την παρούσα στιγμή», δήλωσε.
Η Goldman Sachs κατέγραψε την όγδοη διαδοχική τριμηνιαία πτώση των κερδών της. Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της τράπεζας αυτόν τον μήνα, ο Σόλομον δήλωσε ότι αναμένει μια συνεχή ανάκαμψη τόσο στις κεφαλαιαγορές όσο και στις στρατηγικές δραστηριότητες, εάν οι συνθήκες παραμείνουν ευνοϊκές.
Για την επιστροφή των εργαζομένων στα γραφεία, τοποθετήθηκε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Blackstone, Στιβ Σβάρτζμαν, υποστηρίζοντας ότι ένας από τους λόγους για τον οποίο αρνούνται να επιστρέψουν στους χώρους εργασίας, είναι διότι ο φόρτος εργασίας είναι μικρότερος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι άνθρωποι επωφελούνται από την εξ αποστάσεως εργασία, καθώς διαπιστώνουν ότι «δεν εργάζονται τόσο σκληρά» και εξοικονομούν χρήματα για τις μετακινήσεις, τα γεύματα και τον ρουχισμό.
Στη νέα αυτή τάξη πραγμάτων, οφείλονται οι κενές θέσεις στα κτίρια γραφείων στις ΗΠΑ, με τον Σβάρτζμαν να δηλώνει πως αναμένει οι εταιρείες να μειώσουν τους χώρους που νοικιάζουν όταν λήξουν τα συμβόλαια κι έτσι κάποια από τα ακίνητα δεν θα μπορούν να επιβιώσουν.
Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου θα φθάσει «πιθανότατα» στο 5%, σύμφωνα με τον επικεφαλής ενός από τους μεγαλύτερους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο.
«Αν μιλήσετε με τον επικεφαλής των επενδύσεών μας, θα πει ότι αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να αρχίσετε να σκέφτεστε να προσθέσετε κάποια διάρκεια», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της State Street Ρον Ο Χάνλεϊ σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg.
Η απόδοση του 10ετούς κρατικού αμερικανικού ομολόγου ξεπέρασε το 5% για πρώτη φορά από το 2007 χθες Δευτέρα και στη συνέχεια υποχώρησε. Έχει αυξηθεί κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα από τις αρχές Αυγούστου, όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έδωσαν σήμα ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Επί του παρόντος, οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς βλέπουν τη συνεχιζόμενη άνοδο του κόστους δανεισμού ως χαρακτηριστικό της προσπάθειάς τους να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό και όχι ως μειονέκτημα, καθώς οι αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες συμβάλλουν στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.