ΕΚΤ: Το μήνυμα για τα επιτόκια που θα «στείλει» η Αθήνα... και όχι μόνο

NEWSROOM
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή /ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: AP

Την ερχόμενη Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεδριάζει για να καθορίσει τη νομισματική της πολιτική. Η συνεδρίαση της Πέμπτη όμως διεξάγεται στην Αθήνα και συγκεκριμένα στις εγκαταστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Από την Πανεπιστημίου θα έρθει η ανακοίνωση αναφορικά με το τι θα πράξει η ΕΚΤ για τα επιτόκια και από εκεί θα πραγματοποιηθεί η καθιερωμένη συνέντευξη τύπου μετά το πέρας της συνεδρίασης της επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.

Η επερχόμενη συνεδρίαση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι αγορές, οι αναλυτές και οι επενδυτές αναμένουν όχι μόνο την απόφαση της ΕΚΤ για την πορεία των επιτοκίων, αλλά κυρίως την καθοδήγηση που θα δώσει αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις της. Με τον πληθωρισμό να αισθητά υψηλότερα του επίσημου στόχου της ΕΚΤ στο 2%, η ρητορική που θα επιλέξει η κεντρική τράπεζα θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Μεταξύ των αξιωματούχων της ΕΚΤ παραδοσιακά υφίσταται μια διχογνωμία, ως προς τη νομισματική πολιτική και κατά πόσο επιθετική ή όχι πρέπει να είναι.

Με τον ταχύτερο κύκλο αύξησης των επιτοκίων στην ιστορία της ΕΚΤ και τα επιτόκια σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων βρίσκεται στο 4%), έχει αναδυθεί η αίσθηση ότι ίσως έχει έρθει η ώρα της παύσης των αυξήσεων. Υπενθυμίζεται ότι από τον Σεπτέμβριο του 2019 και το -0,50%, μετά από δέκα διαδοχικές αυξήσεις το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ έχει ανέλθει στο 4%.

Όπως αναφέρει σε σημερινό του δημοσίευμα το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον δίλημμα: πώς θα διασφαλίσουν ότι η νομισματική πολιτική θα συνεχίσει να είναι αποτελεσματική.

Βασική προτεραιότητα των αξιωματούχων είναι η συρρίκνωση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας, ένας ισολογισμός που έχει διογκωθεί τα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008. Η διαδικασία αυτή, αφενός θα βοηθήσει στη νομισματική σύσφιγξη και θα δημιουργήσει χώρο για πιθανές αγορές σε περίπτωση που εμφανισθούν στο μέλλον χρηματοπιστωτικές κρίσεις.

Όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, η συρρίκνωση του ισολογισμού σημαίνει ουσιαστικά απογαλακτισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την άφθονη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας. Μια συνθήκη που σε καμία περίπτωση δεν φαντάζει ιδανική, όταν για χρόνια οι οικονομικές συνθήκες ήταν κάτι περισσότερο από διευκολυντικές.

Πρακτικά, η μείωση του ισολογισμού σημαίνει ότι η ΕΚΤ σε πρώτη φάση σταματάει να επανεπενδύει τα ομόλογα που διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της και είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του προγράμματος έκτακτης ανάγκης για την πανδημία (ΡΕΡΡ) -κάτι που έχει ήδη προαναγγελθεί-, ενώ περιορίζει έως σημείο που μηδενίζει τις αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του τακτικού προγράμματος αγορών (ΑΡΡ).

Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ, ο χρόνος μετράει αντίστροφα. Από τα 4,8 τρισ. ευρώ σε ομόλογα της ΕΚΤ, περίπου 333 δισ. ευρώ -περίπου το 7%- θα αποσυρθούν από τον ισολογισμό της μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο. Άλλα 491 δισ. ευρώ στοχευμένων μακροπρόθεσμων δανείων θα λήξουν μέχρι το τέλος του 2024.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν έναν επιπλέον προβληματισμό να αντιμετωπίσουν, καθώς με τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα και με τη ρευστότητα να συρρικνώνεται, εγκυμονεί ο κίνδυνος οι νέες αυτές συνθήκες να αποτελούν προπομπό για μια απότομη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας (και για τους πιο απαισιόδοξους ο ερχομός μιας οικονομικής ύφεσης).

ΣΧΕΤΙΚΑ