Ebury: Μήπως το Κογκρέσο κατευθύνεται προς αδιέξοδο;
Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ την Τρίτη πέρασαν σε μεγάλο βαθμό κάτω από το ραντάρ στους κύκλους ειδήσεων της χρηματοπιστωτικής αγοράς, αν και μπορεί να αποτελέσουν παράγοντα αστάθειας για τα νομίσματα.
Τόσο οι 435 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ όσο και οι 35 από τις 100 έδρες στη Γερουσία θα γίνουν αντικείμενο διεκδίκησης την Τρίτη 8 Νοεμβρίου. Οι Δημοκρατικοί έχουν επί του παρόντος τον έλεγχο της Βουλής και της Γερουσίας, δηλαδή των δύο νομοθετικών σωμάτων που απαρτίζουν το Κογκρέσο, έχοντας λάβει πολύ μικρές πλειοψηφίες και στα δύο κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2020. Όμως, με τον πληθωρισμό να κινείται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, την οικονομία στις ΗΠΑ να έχει δεχθεί πλήγμα, ενώ οι ψηφοφόροι εμφανίζονται δυσαρεστημένοι από την αυξανόμενη εγκληματικότητα και την έλευση παράνομων μεταναστών. Έτσι, διαφαίνεται ως εξαιρετικά πιθανή μια αλλαγή στους συσχετισμούς, ενώ ο Πρόεδρος Μπάιντεν πλησιάζει στην τελευταία διετία της θητείας του στο Λευκό Οίκο.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που έχουν προηγηθεί, οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πολύ πιθανό να ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής. Στον ιστότοπο πολιτικών προβλέψεων PredictIt, που είναι μια από τις αγαπημένες μας πηγές για τη μέτρηση των πιθανοτήτων σε πολιτικά γεγονότα, υπολογίζεται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν επί του παρόντος περίπου 90% πιθανότητες να κερδίσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, από 72% τον Αύγουστο. Η κούρσα για την κατάκτηση του ελέγχου της Γερουσίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι πιο αμφιλεγόμενη υπόθεση. Με τις παρούσες συνθήκες, οι Ρεπουμπλικάνοι αναμένεται επίσης να πάρουν τη Γερουσία (73% σύμφωνα με το PredictIt), ενώ ήταν στη δεύτερη θέση των προτιμήσεων για το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων μηνών. Το FiveThirtyEight, το οποίο υπολογίζει πιθανότητες του πολιτικών γεγονότων με τη χρήση μοντέλων προσομοίωσης, δείχνει μια ακόμη πιο σφιχτή κούρσα (53% υπέρ των Ρεπουμπλικανών τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές).
Ενώ οι ενδιάμεσες εκλογές ιστορικά δεν αποτελούν εξέχοντα παράγοντα διακύμανσης για την αγορά συναλλάγματος, πιστεύουμε ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στις κρατικές δαπάνες, τα ασφάλιστρα για τον πολιτικό κίνδυνο στις ΗΠΑ, και τα γεωπολιτικά, κι αυτά μπορούν με τη σειρά τους να επηρεάσουν τόσο τα επιτόκια των ΗΠΑ όσο και νομίσματα. Σε περίπτωση που από το αποτέλεσμα των εκλογών το Κογκρέσο βρεθεί μοιρασμένο, ή εάν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν και τα δύο σώματα, θα είναι πολύ δύσκολο να εγκριθεί οποιαδήποτε σημαντική αύξηση δαπανών ή φόρων έως ότου αναλάβει νέα ηγεσία μετά τις εκλογές του 2024. Αυτό θα μπορούσε πιθανότατα να λειτουργήσει ως παράγοντας που θα τροφοδοτούσε μία σχετικά επιθετική στάση για το δολάριο, καθώς η απουσία δημοσιονομικής «ένεσης» θα βοηθούσε να περιοριστούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Αντίθετα, μια ξεκάθαρη νίκη για τους Δημοκρατικούς θα λειτουργούσε πιθανότατα ως ανοδικός παράγοντας για το δολάριο, καθώς θα αύξανε τις πιθανότητες για υψηλότερες δημοσιονομικές δαπάνες από τον Πρόεδρο Μπάιντεν. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι αυτό είναι πολύ απίθανο σενάριο, καθώς θα ήταν αντίθετο σχεδόν με το σύνολο των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Στον παρακάτω πίνακα, περιγράφονται τέσσερα σενάρια, η πιθανότητα επαλήθευσης για καθένα από αυτά, και ο αντίκτυπος που προβλέπουμε στη δημοσιονομική πολιτική, στα επιτόκια των ΗΠΑ, στο δολάριο και στα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών.
Σημειώνουμε ότι μπορεί να προκύψουν επιπρόσθετοι κίνδυνοι για το δολάριο με τη μορφή τόσο μία καθυστέρησης στα εκλογικά αποτελέσματα (δεν είναι ασυνήθιστο δεδομένης της αποκεντροποιημένης φύσης της εκλογικής διαδικασίας των ΗΠΑ), όσο και πιθανών διαδηλώσεων ως απάντηση στα αποτελέσματα. Η αύξηση της επιστολικής ψήφου, ειδικότερα, έχει διχάσει Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς από τις εκλογές του 2020, και μπορεί να προκύψει εκ νέου ζήτημα σε πολιτείες όπου ο ανταγωνισμός είναι πολύ δυνατός. Σε κάποιες πολιτείες, απαιτείται και νίκη πλειοψηφίας, κάτι που θα μπορούσε να καθυστερήσει μία πληθώρα αποτελεσμάτων έως και μετά το πέρας των εκλογών, συνήθως τον Δεκέμβριο.
Στο παρελθόν, τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών γίνονταν γενικά γνωστά το βράδυ των εκλογών (8 Νοεμβρίου), ή το επόμενο πρωί (9 Νοεμβρίου), αλλά οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μπορούσε να επιβαρύνει το δολάριο, όπως συνέβη στις εκλογές του 2020.