Οικονομολόγοι: Χρειάζεται να αντιστραφεί η πολιτική για να αποκατασταθεί η καταβαραθρωμένη επενδυτική εμπιστοσύνη στη Βρετανία
Η καταβαραθρωμένη επενδυτική εμπιστοσύνη στη Βρετανία θα ανακάμψει μόνο εάν ο υπουργός Οικονομικών Κουάζι Κουάρτενγκ ακυρώσει το οικονομικό σχέδιο που προκάλεσε τέτοια αναταραχή στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως προειδοποίησαν σήμερα επιφανείς οικονομολόγοι και στελέχη τραπεζών.
Η λίρα υποχώρησε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 1,0327 δολαρίου χθες ενώ ξεπούλημα καταγράφηκε στα κρατικά ομόλογα καθώς επλήγη η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην νέα κυβέρνηση της πρωθυπουργού Λιζ Τρας.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Λάρι Σάμερς δήλωσε ότι το πρώτο βήμα στην ανάκτηση της αξιοπιστίας δεν «είναι να πει κανείς απίστευτα πράγματα», μετά τις δηλώσεις του Κουάρτενγκ που άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν περαιτέρω μειώσεις φόρων, επιπλέον των περικοπών ύψους 45 δισεκ. λιρών οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν από το χρέος και τις οποίες ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα.
Ο Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, κατέδειξε την αύξηση των επιτοκίων στο μακροπρόθεσμο βρετανικό χρέος ως μια «χαρακτηριστική κατάσταση όπου έχει χαθεί η αξιοπιστία» και δήλωσε ότι η κρίση θα επηρεάσει τη βιωσιμότητα του Λονδίνου ως παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου.
Η Τρας εξελέγη πρωθυπουργός νωρίτερα αυτό τον μήνα ύστερα από ψηφοφορία μεταξύ των μελών του Συντηρητικού κόμματος --όχι του ευρύτερου εκλογικού σώματος-- με τη δέσμευση να βγάλει την οικονομία από χρόνια στάσιμης ανάπτυξης με μεγάλες μειώσεις φόρων και χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου. Ωστόσο το οικονομικό σχέδιο που παρουσίασε την Παρασκευή ο υπουργός της επί των Οικονομικών, ο Κουάρτενγκ, που απαιτούσε την έκδοση επιπρόσθετου κρατικού χρέους ύψους 72 δισεκ. λίρων για αυτό το δημοσιονομικό έτος, προκάλεσε τριγμούς στις χρηματοοικονομικές αγορές, ανεβάζοντας ακόμα υψηλότερα το κόστος τέτοιου δανεισμού.
Ενώ πολλοί από τους βουλευτές της επικρότησαν την επιστροφή σε δόγματα οικονομικής πολιτικής της δεκαετίας του 1980, ορισμένοι αρχίζουν να εκφράζουν ανησυχίες για τον αντίκτυπο που θα έχει στα οικονομικά της κυβέρνησης, των εταιριών και των νοικοκυριών.
Δύο χρόνια πριν τις προγραμματισμένες βουλευτικές εκλογές, το αντιπολιτευόμενο Εργατικό κόμμα έχει σήμερα προβάδισμα 17 μονάδων έναντι των Συντηρητικών της Τρας, ένα επίπεδο που έχει να καταγραφεί εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, σύμφωνα με δημοσκόπηση της YouGov για την εφημερίδα The Times.
Ο Χιου Μέριμαν, βουλευτής των Συντηρητικών που στήριξε τον αντίπαλο της Τρας, τον πρώην υπουργό Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ, στη μάχη για την πρωθυπουργία, δήλωσε ότι η νικήτρια φαίνεται να «χάνει τους ψηφοφόρους μας με πολιτικές για τις οποίες προειδοποιήσαμε». «Για το καλό της χώρας μας, και τα μέσα βιοπορισμού όλων στη χώρα μας, ελπίζω ακόμα να αποδειχθεί ότι κάνω λάθος», ανέφερε σε ανάρτηση στο Twitter.
Ως απάντηση στην αναταραχή αυτή, η Τράπεζα της Αγγλίας και το υπουργείο Οικονομικών εξέδωσαν ανακοινώσεις μετά το κλείσιμο των χρηματιστηριακών αγορών του Λονδίνου χθες, με την ελπίδα να καθησυχάσουν τους επενδυτές, ενώ η κεντρική τράπεζα δήλωσε ότι δεν θα διστάσει να αυξήσει τα επιτόκια εάν χρειαστεί. Αυτό οδήγησε ακόμα χαμηλότερα τη λίρα, καθώς κάποιοι επενδυτές στοιχημάτιζαν σε έκτακτη αύξηση των επιτοκίων, αν και ανέκτησε μέρος των απωλειών της σήμερα, σημειώνοντας νωρίτερα άνοδο 0,89% στο 1,0782 δολάριο. Οι αποδόσεις των βρετανικών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν επίσης σημαντικά, αντιστρέφοντας, ωστόσο, μόνο ένα μέρος της ιστορικής αύξησης που κατέγραψαν την Παρασκευή και χθες.
Ο Κουάρτενγκ δεσμεύθηκε χθες να παρουσιάσει τα σχέδια για μεσοπρόθεσμη μείωση χρέους στις 23 Νοεμβρίου, παράλληλα με τις προβλέψεις της ανεξάρτητης υπηρεσίας Δημοσιονομικής Ευθύνης (OBR) αποτυπώνοντας το πλήρες μέγεθος του κρατικού δανεισμού.
Ο Συντηρητικός βουλευτής Άντριου Μπρίτζεν δήλωσε στο BBC Radio ότι έχει μιλήσει με τον Κουάρτενγκ από την Παρασκευή και ότι αναμένει πως θα προχωρήσει σε μείωση των κρατικών δαπανών τις επόμενες εβδομάδες.
Ο οικονομολόγος Άλαν Μονκς από τη μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα J.P. Morgan δήλωσε ότι η ανακοίνωση που εξέδωσαν η Τράπεζα της Αγγλίας και το υπουργείο Οικονομικών ήταν «μετρημένη».
«Αλλά και πάλι δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι η πηγή του προβλήματος --η δημοσιονομική στρατηγική της κυβέρνησης-- αντιστρέφεται ή επανεξετάζεται», δήλωσε ο Μονκς.
«Αυτό θα χρειαστεί να συμβεί πριν από τον Νοέμβριο προκειμένου να αποφευχθεί μια πολύ χειρότερη έκβαση για την οικονομία».