Η Amazon κέρδισε δικαστική διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη επικύρωσε σήμερα τις φορολογικές ελαφρύνσεις που έλαβε η Amazon στο Λουξεμβούργο, σε μια απόφαση σε βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θεώρησε το ποσό των 250 εκατ. ευρώ παράνομη κρατική βοήθεια και είχε ζητήσει την καταβολή του.
Οι Βρυξέλλες θεώρησαν ότι η Amazon απολάμβανε αθέμιτα φορολογικά πλεονεκτήματα, χάρη σε μια συμφωνία του 2003 (που ανανεώθηκε το 2011) που της επέτρεπε να αποφεύγει τον φόρο στα τρία τέταρτα περίπου των κερδών της στη χώρα αυτή, η οποία φιλοξενεί την έδρα της στην Ευρώπη.
Η Κομισιόν είχε εκτιμήσει σε 250 εκατ. ευρώ τους μη καταβληθέντες φόρους και είχε δώσει εντολή να πληρωθούν τον Οκτώβριο του 2017. Το Λουξεμβούργο και η Amazon είχαν προσφύγει τότε στη δικαιοσύνη.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε σήμερα ότι «κανένα από τα ευρήματα που παρουσιάζονται στην αμφισβητούμενη απόφαση δεν επαρκεί για να καταδείξει την ύπαρξη αθέμιτου πλεονεκτήματος…με αποτέλεσμα η απόφαση να πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της», σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Η αμερικανική εταιρία διαδικτυακών πωλήσεων χαιρέτισε την απόφαση του δικαστηρίου.
«Χαιρετίζουμε την απόφαση του δικαστηρίου, που ευθυγραμμίζεται με την πάγια θέση μας ότι τηρήσαμε όλους τους ισχύοντες νόμους και ότι η Amazon δεν έτυχε κάποιας ειδικής μεταχείρισης», ανέφερε η εταιρία σε ανακοίνωσή της.
Το Λουξεμβούργο εξέφρασε επίσης την ικανοποίησή του για την απόφαση που «επιβεβαιώνει ότι η υπό αμφισβήτηση φορολογική μεταχείριση … δεν αποτελεί κρατική βοήθεια», σύμφωνα με άλλη ανακοίνωση.
Η Κομισιόν ωστόσο έχει τη δυνατότητα να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έκανε ύστερα από την ήττα της έναντι της Apple τον περασμένο χρόνο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε χάσει τον Ιούλιο του 2020 ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, που ακύρωσε την επιστροφή στην Ιρλανδία φόρων ύψους 13 δισεκ. ευρώ.
Αντίθετα, σε άλλη υπόθεση για την οποία εκδόθηκε σήμερα απόφαση, το δικαστήριο της ΕΕ αποφάνθηκε σε βάρος του Λουξεμβούργου και της εταιρίας ενέργειας Engie, της οποίας οι αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις χρηματοδότησης θεωρήθηκε ότι αποτελούν αθέμιτο πλεονέκτημα.