Το σχέδιο για να βγει η γερμανική οικονομία από την ύφεση
Η Γερμανία συγκαταλέγεται στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τις διεθνείς εμπορικές συγκρούσεις και τη μείωση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης, με την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης να συρρικνώνεται κατά 0,1% στο δεύτερο τρίμηνο του 2019.
Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης αποδίδεται πρωτίστως στο εξωτερικό εμπόριο με τις εξαγωγές να παρουσιάζουν μεγαλύτερη μείωση από τις εισαγωγές. Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, το επικείμενο Brexit και η παγκόσμια ανασφάλεια που επικρατεί πιέζουν την γερμανική οικονομία. Σε συνδυασμό με το πλήγμα που έχει δεχθεί η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία μετά το σκάνδαλο των παραποιημένων ρύπων, τα πράγματα δείχνουν δύσκολα για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Ο κατασκευαστικός κλάδος και η κατανάλωση στηρίζουν ακόμα την αναιμική ανάπτυξη, καθώς το θετικό μομέντουμ ενισχύεται από τα χαμηλά επιτόκια. Με τα επιτόκια καταθέσεων να κινούνται κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού -που ουσιαστικά σημαίνει ότι ο τιμάριθμος «τρώει» τις καταθέσεις- πολλοί προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματά τους, προχωρώντας συχνά και σε μεγάλες αγορές. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους της εκτίναξης των τιμών ακινήτων στη Γερμανία.
Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, σύμφωνα με το Ίδρυμα Καταναλωτικών Ερευνών GfK ωστόσο, το τελευταίο διάστημα οι πολίτες στη Γερμανία έχουν γίνει ελαφρώς πιο συγκρατημένοι και προσεκτικοί στις αγορές τους. Αιτία είναι οι πληροφορίες για κύματα απολύσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Για «σήμα κινδύνου» που υπαγορεύει τη λήψη μέτρων έκανε λόγο ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάγερ. Μιλώντας στη Bild ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός επισήμανε ότι «βρισκόμαστε σε μια αδύναμη φάση ανάπτυξης, αλλά όχι σε ύφεση. Μπορούμε να την αποτρέψουμε εάν λάβουμε τα σωστά μέτρα».
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν όμως οι φωνές εκείνων που ζητούν επιτακτικά την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων προκειμένου να εξισορροπηθούν οι απώλειες από τη μείωση των εξαγωγών και να τονωθεί κατά συνέπεια η ανάπτυξη. Αρκετοί είναι εκείνοι που ζητούν αναφανδόν να θυσιαστεί ακόμη και η ιερή αγελάδα των μηδενικών ελλειμμάτων. «Το κράτος πρέπει να ξοδέψει περισσότερα χρήματα για να προωθήσει, για παράδειγμα, έργα στον ενεργειακό τομέα, στην ψηφιοποίηση ή στην αγορά κατοικίας», επισημαίνει ο Κλάους Μίχελσεν από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών. Σύμφωνα με τον ίδιο, με δεδομένα τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή.
Με την ανάγνωση αυτή συμφωνεί και ο Γιοάχιμ Λανγκ από τον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο Γερμανικής Βιομηχανίας. «Έρχονται δύσκολοι μήνες που μπορεί να γίνουν χρόνια εάν η πολιτική δεν αναλάβει αποφασιστική δράση».
Άλλοι ειδικοί, όπως ο διευθυντής του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Μάρτιν Βανσλέμπεν ζητούν να γίνουν παράλληλα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Την ώρα που η μέση φορολογική επιβάρυνση στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης κυμαίνεται στο 24%, στη Γερμανία ο φόρος επιχειρήσεων βρίσκεται στο 30% και πλέον».