Η Ισπανία μπροστά στις πιο χαώδεις εκλογές της ιστορίας της
του Jose Ignacio Torreblanca*
Οι Ισπανοί ετοιμάζονται να λάβουν μέρος στις πιο διχαστικές βουλευτικές εκλογές της ιστορίας τους. Αντίθετα με το παρελθόν, όταν οι ψηφοφόροι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε σοσιαλιστές και συντηρητικούς που προσπαθούσαν να καταλάβουν τον μεσαίο χώρο, στις 28 Απριλίου θα κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο εκλογικούς συνασπισμούς που παρουσιάζουν ο ένας τον άλλον ως υπαρξιακή απειλή για το μέλλον της Ισπανίας.
Στη μια πλευρά, το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, οι κεντρώοι Ciudadanos και το ακροδεξιό Vox υποστηρίζουν ότι το διακύβευμα αυτών των εκλογών είναι ένα και μοναδικό: να εκδιωχθεί ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ώστε να μην μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση με το αριστερό Podemos , τους καταλανούς και βάσκους αυτονομιστές. Μια τέτοια συμμαχία, λένε, θα οδηγήσει στη διάλυση της Ισπανίας.
Στην άλλη πλευρά, οι σοσιαλιστές, το Podemos και οι αυτονομιστές ισχυρίζονται ότι μια κυβέρνηση που θα περιλαμβάνει και το Vox θα απειλήσει όσα έχουν κατακτηθεί στο κοινωνικό πεδίο και τα δικαιώματα των πολιτών από τότε που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Και θα δώσει τέλος σε δεκαετίες περιφερειακής αυτονομίας.
Με άλλα λόγια, η αναμέτρηση αυτή αφορά λιγότερο την πολιτική και περισσότερο τις συγκρουόμενες ταυτότητες και τους φόβους για το μέλλον.
Πώς έγινε λοιπόν και δεκαετίες μετριοπάθειας και συναίνεσης έδωσαν τη θέση τους σε πολώσεις και συναισθηματικές φορτίσεις που συναντάμε σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στη δηλητηρίαση της πολιτικής ζωής από τον μονομερή και παράνομο αγώνα των Καταλανών για την ανεξαρτησία τους.
Η Ισπανία χαρακτηριζόταν για δεκαετίες από συναίνεση στα ζητήματα της μακροοικονομικής πολιτικής, της Ευρώπης, των κοινωνικών αξιών και του ρόλου του κράτους. Χάρις στο Σύνταγμα του 1978 και την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ο ισπανικός εθνικισμός εγκατέλειψε τα πιο ακραία πολιτισμικά, θρησκευτικά και εθνοτικά του στοιχεία, δίνοντας έμφαση στις δημοκρατικές αξίες, τις πολλαπλές ταυτότητες και την αποκέντρωση. Το καταλανικό ζήτημα, όμως, διατάραξε αυτή την ισορροπία και έφερε πάλι στην επιφάνεια τον παλιό ισπανικό εθνικισμό.
Όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Καταλονίας από την κυβέρνηση της Βαρκελώνης, το φθινόπωρο του 2017, το Λαϊκό Κόμμα, οι σοσιαλιστές και οι Ciudadanos παραμέρισαν τις διαφορές τους και συμφώνησαν να ενεργοποιήσουν το άρθρο 155 του ισπανικού Συντάγματος, αποπέμποντας την καταλανική κυβέρνηση, διαλύοντας το κοινοβούλιο και ζητώντας την προκήρυξη περιφερειακών εκλογών.
Γιατί λοιπόν, αφού κατάφεραν να αποσοβήσουν την απόσχιση, τα κόμματα της κεντροαριστεράς, της κεντροδεξιάς και του κέντρου διχάστηκαν για τον τρόπο διαχείρισης του καταλανικού ζητήματος; Αυτό έχει να κάνει με την απόφαση των σοσιαλιστών να παραμείνουν στην εξουσία και να μην προκηρύξουν εκλογές μετά την ήττα του πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης και την αποχώρησή του από την εξουσία.
Αν ο σοσιαλιστής ηγέτης είχε τηρήσει την αρχική του υπόσχεση και είχε οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, θα κεφαλαιοποιούσε πιθανότατα τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η αποχώρηση του Ραχόι. Η ζημιά που είχε προκληθεί στο διεθνές κύρος της χώρας από τη βίαιη αστυνόμευση του δημοψηφίσματος για την καταλανική ανεξαρτησία, σε συνδυασμό με μια σειρά σκανδάλων όπου είχε εμπλακεί το Λαϊκό Κόμμα, είχε δημιουργήσει μια ευκαιρία για έναν κεντρώο συνασπισμό μεταξύ σοσιαλιστών και Ciudadanos.
Η απόφαση όμως του Σάντσεθ να παραμείνει στην εξουσία και να προσπαθήσει να περάσει τον προϋπολογισμό με την υποστήριξη του Podemos και των καταλανών αυτονομιστών είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για χλιαρή στάση απέναντι στους αυτονομιστές. Μια παράλληλη συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν η απόρριψη της συνεργασίας με τους σοσιαλιστές από τους Ciudadanos, καθώς και η άνοδος του Vox, το οποίο εκμεταλλεύτηκε τους φόβους πολλών ψηφοφόρων για εδαφικά και ταυτοτικά ζητήματα.
Αν οι εκλογές αυτές οδηγήσουν στον σχηματισμό μιας δεξιάς κυβέρνησης που θα περιλαμβάνει το Vox, η Αριστερά θα κινηθεί πιθανότατα ακόμη περισσότερο προς τα άκρα. Και οποιαδήποτε προσπάθεια μιας κυβέρνησης της Δεξιάς να περιορίσει την περιφερειακή αυτονομία θα δώσει νέα ζωή στον καταλανικό αυτονομισμό. Αν πάλι η Αριστερά διατηρήσει την εξουσία, με ένα συρρικνωμένο αλλά πάντα επικίνδυνο Podemos που θα υποστηρίζεται από τους καταλανούς αυτονομιστές, αυτό που θα ενισχυθεί θα είναι ο εθνικισμός.
Υπάρχει και μια τρίτη πιθανότητα: ένας κεντρώος συνασπισμός ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους Ciudadanos που θα επιδιώξει τη συνταγματική συναίνεση για την Καταλονία. Ένα τέτοιο σενάριο, που έχει ήδη δοκιμαστεί μια φορά το 2016, είναι το λιγότερο πιθανό, λόγω των κακών σχέσεων ανάμεσα στον Σάντσεθ και τον αρχηγό των Ciudadanos Αλμπερτ Ριβέρα. Μπορεί όμως να γίνει πραγματικότητα αν αποτύχουν όλες οι άλλες λύσεις.
* Άρθρο του Χοσέ Ιγκνάθιο Τορεμπλάνκα, καθηγητής στο πανεπιστήμιο UNED, που δημοσιεύτηκε στους Financial Times.