Έτσι θα αποφύγουμε την αναιμική ανάπτυξη
του Πλάτωνα Τήνιου*
Γιατί είναι αναιμική η ανάπτυξη; Το πρόβλημα της Ελλάδας – συμφωνούν όλοι – είναι η ανάπτυξη. Ακόμη και στα πιο αισιόδοξα κυβερνητικά σενάρια ή τα πιο υψιπετή σχέδια της αντιπολίτευσης, ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης δεν υπερβαίνει το 2%. Μια τέτοια αναιμική ανάπτυξη καταδικάζει την Ελλάδα στην ουρά της Ευρώπης – μια ουρά που συνεχώς μακραίνει. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις τάσεις μείωσης του εργατικού δυναμικού και την αποστροφή των μεταναστών για εγκατάσταση στην Ελλάδα, οι προοπτικές είναι ακόμη πιο ζοφερές.
Σε τι οφείλεται αυτό; Η Ελλάδα από το 1980 χαρακτηριζόταν από πολύ χαμηλή εμβάθυνση κεφαλαίου, πράγμα που μεταφράζονταν σε χαμηλή παραγωγικότητα. Έτσι το ΑΕΠ αυξανόταν μόνο όταν αυξανόταν το εργατικό δυναμικό – όταν έμπαιναν καινούργια χέρια στην παραγωγή. Η παραγωγή του καθενός νέου εργαζόμενου ήταν λίγο-πολύ στάσιμη. Η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει με δύο τρόπους, από δύο πηγές δυναμικής ανάπτυξης: Πρώτον, από τον εξοπλισμό του εργαζόμενου με κεφάλαιο, μηχανές, και νέες ιδέες ώστε κάθε ώρα του να παράγει περισσότερο: Δηλαδή, επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Δεύτερον, από αλλαγές στην δομή παραγωγής – να μετακινηθεί ο εργαζόμενος κάπου όπου οι δεξιότητές και ικανότητές του να πιάνουν τόπο. Δηλαδή από κινητικότητα και ευελιξία.
Για να υπάρχει κινητικότητα απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οσοι έχουν διαβάσει τον Σούμπετερ, θα μπορούσαν να ελπίζουν στην ‘δημιουργική καταστροφή’ σαν πηγή δυναμισμού. Όταν καταστρέφεται μεγάλο τμήμα της παραγωγής, λέει ο Σούμπετερ συμφωνώντας με τον Δαρβίνο, τότε θα καταστραφεί πρωτίστως το λιγότερο παραγωγικό τμήμα, αφήνοντας τους πιο ανθεκτικούς και δημιουργικούς να σύρουν τον χορό της ανάκαμψης. Η Ελλάδα σίγουρα καταστράφηκε – χάνοντας το 25% της παραγωγής της από το 2008. Όμως, καταφέραμε να απεμπολίσουμε το δυναμικό κομμάτι και να διατηρήσουμε το προβληματικό: Το Δημόσιο είναι ο τομέας που άλλαξε λιγότερο και άντεξε περισσότερο, μεταφέροντας την συρρίκνωση εκεί από όπου περιμένουμε την ανάπτυξη. Τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και στην κινητικότητα ελάχιστα άλλαξαν.
Όταν διατηρείται η ίδια δομή παραγωγής, υποχωρεί η ελπίδα για ποιοτική ανάπτυξη αλλά παραμένει για ποσοτική – δηλαδή από επενδύσεις: Να γίνουν νέες δραστηριότητες ή να βελτιωθούν οι υφιστάμενες. Εκεί το πρόβλημα είναι η έλλειψη χρηματοδότησης – η ανεπάρκεια αποταμιεύσεων. Από το 2008 ο ιδιωτικός τομέας έχει αρνητική αποταμίευση. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την τεράστια αποταμίευση του Δημοσίου, το οποίο φορολογεί πολύ περισσότερο από ότι ξοδεύει, προκειμένου να αποπληρώνει εξωτερικό χρέος. Δηλαδή χρήματα φεύγουν από την Ελλάδα· δεν έρχονται.
Άρα, οι προοπτικές τόσο ποιοτικής όσο και ποσοτικής ανάπτυξης είναι μπλοκαρισμένες. Σε μια τέτοια ζοφερή κατάσταση η μόνη πιθανότητα είναι να έλθει κάτι απ’ έξω. Να μας τύχει το λαχείο ή να παρέμβει ένας από μηχανής θεός. Αυτός δεν είναι άλλος παρά οι ξένες επενδύσεις. Τόσο κυβέρνηση, όσο και αντιπολίτευση έχουν εναποθέσει εκεί τις τελευταίες τους ελπίδες.
Πλήν όμως, ξένες επενδύσεις δεν έρχονται. Δεν έρχονται,βεβαίως, για τον ίδιο λόγο που βρισκόμαστε στο τέλμα – μια αρτηριοσκληρωτική οικονομία που προστατεύει το γνώριμο και εχθρεύεται το νέο. Ο ίδιος φαύλος κύκλος που μπλοκάρει τις εγχώριες εξελίξεις, αποθαρρύνει και τις εισαγόμενες. Αν δεν γίνει κάτι να σπάσει αυτόν τον κύκλο, η Ελλάδα και μαζί της όλους μας είμαστε καταδικασμένοι να στροβιλιζόμαστε προς τα κάτω.
Μια μεταρρύθμιση των συντάξεων σπάει τον φαύλο κύκλο
Μια πρωτοβουλία που έχει την απαιτούμενη εμβέλεια να ταράξει τα νερά και να μετατρέψει τον φαύλο κύκλο σε ενάρετο, είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο σύστημα συντάξεων, μια ριζική αναδόμηση. Έχουμε γράψει με τον Μιλτιάδη Νεκτάριο ένα βιβλίο – Συντάξεις για Νέους (εκδόσεις Παπαζήση) που εξηγεί λεπτομερώς τι χρειάζεται να γίνει και με ποιον τρόπο αυτό θα αποτελέσει ένα μεγάλο θετικό σοκ – ικανό να βάλει μπρός την μηχανή της ανάπτυξης.
Η πρόταση αναφέρεται στην ταχεία εγκαθίδρυση ενός λειτουργικού συστήματος τριών πυλώνων με τα εξής χαρακτηριστικά:
- Μεγάλη μείωση εισφορών για κύριες συντάξεις (από 20% σε 10%) σε ένα νέο πλήρως ανταποδοτικό κρατικό σύστημα.
- Άμεση έναρξη νέου επαγγελματικού πυλώνα σύνταξης ο οποίος θα βασίζεται στην δημιουργία αποθεματικού. Η νέα σύνταξη θα χρηματοδοτείται από τη σημερινή εισφορά επικουρικής σύνταξης (6%).
- Αντιμετώπιση των εγγυήσεων προς σημερινούς συνταξιούχους του παλιού συστήματος ως ξεχωριστό δημοσιονομικό θέμα, διαφυλάσσοντας την μη επιμόλυνση του νέου συστήματος από τη κληρονομιά του παλιού.
Η συζήτηση για τις συντάξεις συνήθως περιστρέφεται γύρω από ελλείμματα και μελλοντικά δικαιώματα συνταξιούχων. Το νέο σύστημα σίγουρα θα αλλάξει ριζικά την δυναμική των ελλειμμάτων. Όμως, το βασικό προτέρημα της νέας πρότασης έγκειται αλλού: Στην σχέση του νέου συστήματος με την ευρύτερη οικονομία – εκτός συντάξεων. Αυτό εξηγεί και τον τίτλο του βιβλίου -Συντάξεις για νέους – με την έννοια ότι βοηθά την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και έτσι κατοχυρώνει τις συντάξεις και έτσι απευθύνεται κυρίως στους νέους που θα χρηματοδοτούν το σύστημα τις επόμενες δεκαετίες.
Το νέο σύστημα έχει την δυνατότητα να προσφέρει απάντηση και στις δύο αιτίες της αναιμικής ανάπτυξης.
Πρώτον, ένα σύστημα που βασίζεται σε ατομικούς λογαριασμούς ενισχύει πολύ την κινητικότητα μεταξύ δραστηριοτήτων, ενώ η μείωση στο μη μισθολογικό κόστος θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές.
Δεύτερον, και κυριότερο, το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης θα συγκεντρώνει αποθεματικά ήδη από τον πρώτο χρόνο. Τα αποθεματικά αυτά θα επενδύονται στην παραγωγή. Η επενδυτική στρατηγική θα αναζητά τις αποδοτικότερες επενδύσεις, αφού από αυτές θα εξαρτάται το ύψος της σύνταξης. Έχουμε υπολογίσει (σελ 123) ότι κάθε χρόνο θα μπαίνουν στο σύστημα περί τα 3,5-4 δις, ούτως ώστε μέσα σε 10 χρόνια (με ετήσια απόδοση 3%) το συσσωρευμένο αποθεματικό θα είναι πάνω από 50 δις ευρώ, περί το 25% του ΑΕΠ.
Το ποσό αυτό θα αντιστρέψει την τάση για αρνητικές αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα. Έχει την δυνατότητα, μάλιστα, να δημιουργήσει μια νέα κουλτούρα αποταμίευσης στον ιδιωτικό τομέα. Για πρώτη φορά από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας θα υπάρχει μια εγχώρια πηγή επενδυτικών πόρων η οποία δεν θα εξαρτάται από τις ξένες επενδύσεις. Αυτό άμεσα σημαίνει παραγωγικές υποδομές, νέες δραστηριότητες, νέες θέσεις εργασίας.
Αλλά το στοίχημα δεν είναι κυρίως ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Με το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, ως νησίδα κρατικής μονολιθικότητας σε ένα κόσμο όπου τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια παίζουν ενεργό ρόλο, η Ελλάδα σήμερα επιλέγει το περιθώριο: να βρίσκεται συστηματικά εκτός των παγκόσμιων εξελίξεων. Αυτό συντηρεί την υπανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Από την σκοπιά ενός επενδυτή με διεθνείς ορίζοντες, η Ελλάδα εμφανίζεται ως χώρος για κάποιες επενδύσεις σε ακίνητα, ίσως σε κάποια ιδιωτικοποίηση· σε μια τόσο ρηχή αγορά, δεσπόζει ο κίνδυνος που δημιουργεί το Δημόσιο, με αποτέλεσμα η χώρα μας να αποτελεί μάλλον ‘εκκεντρικό’ προορισμό για κεφάλαια. Χώρος αναψυχής για ανθρώπους – όχι για κεφάλαια.
Ένα σύστημα πολλαπλών πυλώνων, στο οποίο ένα σεβαστό τμήμα των εισφορών θα κατευθύνεται σε ατομικούς επενδυτικούς λογαριασμούς θα βάλει, επιτέλους, την Ελλάδα, στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη. Πέρα από τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, θα έχουμε εμβάθυνση των αγορών κεφαλαίου, αλλά και ανάπτυξη ενός ρωμαλέου τομέα διαχείρισης επενδύσεων. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Ελλάδας θα διαφοροποιηθεί προκειμένου να αναλάβει το αντικείμενο της διαχείρισης και επένδυσης συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων. Με δεδομένο ότι υφίσταται ήδη εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό στους κλάδους αυτούς στην Ελλάδα (σε μερική ύπνωση) αλλά και από Ελληνες στο εξωτερικό, η εγχώρια ώθηση δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε εντυπωσιακά θετικές αντιδράσεις.
Η οικονομική ανάπτυξη έχει βάθος αν εξυπηρετεί ένα κοινωνικό σκοπό. Στην περίπτωση των συντάξεων, ο σκοπός αυτός είναι ο ατομικός προγραμματισμός ζωής των εκατομμυρίων Ελλήνων και Ελληνίδων. Ένα νέο σύστημα έχει την δυνατότητα να αντικαταστήσει την μονολιθικότητα ενός αποτυχημένου 100% κρατικού συστήματος με μια νέα αρχή, που θεμελιώνεται επάνω στη συνεργασία μεταξύ κράτους και ατομικής ευθύνης.