Πότε είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας
Η καταγγελία μίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αποτελεί δικαίωμα αμφοτέρων των μερών μίας σύμβασης, ήτοι τόσο του εργοδότη όσο και του εργαζομένου. Κατ’ αρχήν, αποτελεί μία δικαιοπραξία αναιτιώδη και απευθυντέα, καθώς απαιτείται να περιέλθει στη σφαίρα γνώσης του ετέρου συμβαλλομένου. Ενώ κατά κανόνα και κυρίως στη συνήθη περίπτωση της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας δεν απαιτείται κάποιος συγκεκριμένος λόγος για την καταγγελία, εντούτοις η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε αν η καταγγελία έγινε κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματος είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη. Το άρθρο αυτό του Αστικού Κώδικα αναφέρει ειδικότερα ότι η άσκηση ενός δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.
Επί παραδείγματι, ως καταχρηστική και επομένως άκυρη, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, έχει κριθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων μας ότι είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Ειδικότερα, έχει κριθεί ως καταχρηστική η καταγγελία που γίνεται λόγω του ότι ο εργαζόμενος διεκδίκησε τις δεδουλευμένες αποδοχές του, αρνήθηκε να αποδεχθεί μια βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ή γενικά προέβη δικαστικώς ή εξωδίκως στην προβολή κάποιας νόμιμης αξιώσεώς του. Εφόσον η άσκηση δικαιωμάτων από την πλευρά του εργαζομένου αποτέλεσε την αιτία της απόλυσης, η εν λόγω καταγγελία είναι καταχρηστική, ακόμη και εάν ο εργοδότης εκ πλάνης θεώρησε ότι ο εργαζόμενος παρανόμως προέβη στη συγκεκριμένη ενέργεια. Επιπροσθέτως, μία καταγγελία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική και όταν δεν δικαιολογείται από το «καλώς νοούμενο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη» και τις ανάγκες της επιχείρησης ή όταν δεν ήταν πράγματι αναγκαία και δεν αποτελούσε ultima ratio, δηλαδή το έσχατο μέσο.
Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, εν όψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και αν καταστεί υπερήμερος να καταβάλει τους μισθούς του. Καταλήγοντας, αξίζει να επισημανθεί ότι κάθε περίπτωση είναι ιδιάζουσα και θα πρέπει να κρίνεται ad hoc, τηρουμένης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας και λαμβανομένων φυσικά υπόψη των δικαιωμάτων και των συμφερόντων αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών.
*Η κα Ρωσάνα Παναγιώτου είναι Δικηγόρος, LLM Εργατικού Δικαίου.
Αν υπάρχει κάποιο ζήτημα που σας απασχολεί μπορείτε να μας ρωτήσετε: editors@economistas.gr.