Η επόμενη ημέρα για τη Βραζιλία μετά την εκλογή Μπολσονάρου
Το ερώτημα έθεσε η γαλλική Monde μετά τη νίκη του ακροδεξιού υποψηφίου στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας. Αυτό που απασχολεί όμως τους ακαδημαϊκούς κύκλους της χώρας είναι «το νέο σύμπτωμα» που μαστίζει τη Λατινική Αμερική : η σχέση μεταξύ του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και του αυταρχισμού. Αυτή η διασταύρωση γεννά -λένε- ένα καινούργιο είδος νεοφασισμού: ένα νεολίμπεραλ κράτος εθνοφρουράς.
Ο πρώην στρατιωτικός εκλέχτηκε με 55,2% έναντι 44,8 % του αριστερού αντιπάλου του Φερνάντο Ανταντ. «Από αουτσάιντερ αναδείχτηκε καπετάνιος του βραζιλιάνικου ποπουλισμού» έγραψε η ισπανική El Mundo σημειώνοντας πως ο Μπολσονάρου είναι για τη Βραζιλία αυτό που είναι ο Σαλβίνι για την Ιταλία και ο Τραμπ για τις ΗΠΑ. Τη λατινοαμερικανική πραγματικότητα -λένε- πρέπει να την ερμηνεύουμε με γνώμονα τα δεδομένα της περιοχής και όχι με βάση τα δικά μας στερεότυπα. Αυτή τη φορά όμως ο ποπουλισμός -το περίφημο λατινοαμερικανικό πολιτικό μοντέλο διακυβέρνησης που συγκεντρώνει στοιχεία του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, του εθνικισμού και ενίοτε του φασισμού- ξεφεύγει από τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από μια στροφή στον ακραίο φιλελευθερισμό δια χειρός ενός νοσταλγού της χούντας.
Τι σημαίνει αυτό;
Κινεζοποίηση της Βραζιλίας, σύμφωνα με θεωρητικούς του πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, δεδομένου πως ο άκρατος νεολιμπεραλισμός θα (συν)υπάρξει για πρώτη φορά μέσα σε ένα αυταρχικό -αν όχι δικτατορικό- καθεστώς στην πολυπληθέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Η νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία εκπλήσσεται συνεπώς από τον ίδιο της τον εαυτό - όπως επισημαίνουν οι ειδικοί- καθώς ούτε οι αρχιτέκτονες του νεολιμπεραλισμού δεν είχαν προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη.
Η Βραζιλία όμως βιώνει τα τελευταία χρόνια την πιο σοβαρή οικονομική κρίση από τη δεκαετία του '30 με τους πολιτικούς να έρχονται στα χέρια μέσα στο Κοινοβούλιο και τους Βραζιλιάνους να έχουν χωριστεί σε δυο στρατόπεδα έπειτα από την αποπομπή της Ντίλμα Ρουσέφ από το ανώτατο αξίωμα της χώρας για την εμπλοκή της στο σκάνδαλο ξεπλύματος μαύρου χρήματος στην υπόθεση της πετρελαϊκής εταιρείας Petrobras - που σήμανε τη χειρότερη ύφεση δεκαετιών. Προηγουμένως στο επίκεντρο σκανδάλων διαφθοράς είχε βρεθεί και ο Λούλα Ινάσιο ντα Σίλβα. Με άλλα λόγια, τα 13 χρόνια διακυβέρνησης των Εργατικών- από το 2003 έως το 2016- ταυτίστηκαν με την πολιτική εξαπάτηση και οδήγησαν σε έναν άνευ προηγουμένου διχασμό.
Γι’ αυτό και ο «τροπικός Τραμπ» όπως αποκαλείται ο Μπολσονάρου φρόντισε να συστηθεί ως υποψήφιος της «αντιπολιτικής και της αντιδιαφθοράς». Το μήνυμα των εκλογών ήταν σαφές: Επιβολή νόμου και τάξης, πάταξη του οικονομικού εγκλήματος, σεβασμός στη θρησκεία και στροφή στη φιλελεύθερη οικονομία. Πιστοί ευαγγελιστές, λευκοί Βραζιλιάνοι από τα μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα αλλά και μεγαλοαγρότες γύρισαν την πλάτη στην Αριστερά και έσπευσαν να στηρίξουν τον υποψήφιο που τους έταξε την εξασφάλιση των συμφερόντων τους. Ακόμα όμως και οι φτωχοδιάβολοι των παραγκουπόλεων -συνήθως βαθιά θρησκευόμενοι- που αισθάνθηκαν προδομένοι από τους Εργατικούς, επέλεξαν να πιστέψουν τον Μπολσονάρου ως «σωτήρα» τους. Ίσως γιατί, μεταξύ άλλων τους πρόσφερε τη δυνατότητα να πάρουν τα όπλα.
Η υπόσχεση χαλάρωσης της νομοθεσίας για την οπλοκατοχή δημιουργεί την ψευδαίσθηση τους ελέγχου της ανθρώπινης μοίρας για όσους τα κρατούν. Πέρα από το γεγονός πως τα «guns are good for business » όπως υποστηρίζουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Βραζιλία είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει ποτέ τιμωρήσει τους βασανιστές του στρατιωτικής δικτατορίας. Γι’ αυτό και ο Μπολσονάρου μπορεί να λέει πως είναι «υπέρ των βασανιστηρίων όπως και ο βραζιλιάνικος λαός» και να έχει λαϊκό έρεισμα.
Ακόμα και οι ρατσιστικές, ξενοφοβικές και σεξιστικές τοποθετήσεις του πρώην στρατιωτικού μοιάζουν να εγγυώνται την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος όπου θα συντελεστεί στροφή στις οικογενειακές αξίες μέσα από έναν νέο δρόμο: την νεοφιλελεύθερη προσαρμογή της Βραζιλίας μέσω μιας δικτατορίας.