Γιατί το δημόσιο χρέος διχάζει τους αναλυτές

Στο φως της δημοσιότητας δόθηκε χθες το μεσημέρι, η έκθεση της Citigroup για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μέχρι το 2022 και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν και ιδιαίτερα ευοίωνη για τη δημοσιονομική πορεία της χώρας.

Ωστόσο, αν και ο αμερικανικός τραπεζικός όμιλος εμφανίστηκε αρκετά απαισιόδοξος ως προς την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, το πρωτογενές πλεόνασμα και τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της χώρας, εντούτοις επιβεβαίωσε ότι τουλάχιστον το δημόσιο χρέος συρρικνώνεται, έστω και σε αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς.

Σύμφωνα λοιπόν με τα συμπεράσματα της έκθεσης, το δημόσιο χρέος θα υποχωρήσει ελαφρώς στο 183% του ΑΕΠ το 2019 από 187% φέτος και στο 178% το 2020. Το 2021 δε, θα βρεθεί έξι μονάδες χαμηλότερα ενώ για το 2022 αναμένεται να φθάσει στο 166% του ΑΕΠ.

Σημειώνεται πως για το δημόσιο χρέος, ο ΟΟΣΑ είχε προβεί σε ακόμα πιο αισιόδοξες προβλέψεις, εκτιμώντας ότι αυτό, θα μειωθεί στο 172,5% του ΑΕΠ εντός 2018 και έτι περαιτέρω το 2019, στο 168,3%. «Το δημόσιο χρέος θα μειωθεί μέσω της υψηλότερης ανάπτυξης, της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και της αναδιάρθρωσης του χρέους», τόνιζε πριν το καλοκαίρι ο ΟΟΣΑ. Όπως σημείωνε, το χρέος κινείται στο 180% του ΑΕΠ και εξακολουθεί να είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο, τονίζοντας ότι κάτω από διαφορετικές υποθέσεις θα παραμείνει υψηλό, καθιστώντας αναγκαία μία περαιτέρω αναδιάρθρωσή του. Το βασικό σενάριο, που λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων που έκανε η Ελλάδα, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους από τον ESM, ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% από το 2025, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά στο περίπου 120% του ΑΕΠ στα μέσα της δεκαετίας του 2030 για να αυξηθεί και πάλι στη συνέχεια, καθώς τα δάνεια που έχουν δοθεί με χαμηλό επιτόκιο θα αναχρηματοδοτηθούν με τα επιτόκια της αγοράς.

Ο ΟΟΣΑ προκρίνει ως καλύτερη λύση ένα «κλείδωμα» των χαμηλών επιτοκίων που έχει λάβει η Ελλάδα με δάνεια από την Ευρωζώνη, καθώς θα οδηγούσε, με βάση το σενάριο διευρυμένων μεταρρυθμίσεων, σε μία συνεχή μείωση του χρέους και κάτω από το 80% του ΑΕΠ το 2060. Παράλληλα, η επιμήκυνση των λήξεων των δανείων από τους Ευρωπαίους εταίρους και τον ESM έως το 2031 θα συμβάλει στη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά μόνο οριακά, ανέφερε η έκθεση.

Τον περασμένο Αύγουστο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπερασπίστηκε τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup, δίνοντας έτσι την απάντησή της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο είχε αποφανθεί νωρίτερα μέσω της έκθεσής του, πως η ελάφρυνση μπορεί να μην είναι αρκετή για να καταστήσει μακροπρόθεσμα βιώσιμο το ελληνικό χρέος.

Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ στην ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSΑ) που είχε δημοσιοποιήσει στις 31/07, τόνιζε πως η ελάφρυνση του χρέους που συμφώνησε η Ευρωζώνη έχει κάνει το δημόσιο χρέος της Ελλάδας βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, ωστόσο οι αισιόδοξες ευρωπαϊκές παραδοχές για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και για τα πρωτογενή πλεονάσματα καθιστούν αβέβαιη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ειδικά μετά το 2038.

Το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αποτελεί εδώ και ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πηγή διαμάχης μεταξύ του ΔΝΤ και των άλλων πιστωτών της Ελλάδας. Η Γερμανία έχει συγκρουστεί με το ΔΝΤ στο παρελθόν, ενώ το Ταμείο αρνήθηκε να προσφέρει οικονομική στήριξη στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας. Το Βερολίνο ήταν ενάντια σε όποια πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους, ενώ το ΔΝΤ –το οποίο στο παρελθόν ζητούσε επίμονα «κούρεμα» του ελληνικού χρέος– επισημαίνει πως δεν θεωρεί ότι το χρέος της Ελλάδας μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να υπάρξει νέα παρέμβαση από τους πιστωτές.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, το ελληνικό χρέος θα αρχίσει να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2038 δυσκολεύοντας την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, και έτσι «θα χρειαστεί πρόσθετη ελάφρυνση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους».

ΣΧΕΤΙΚΑ