Ευρωζώνη: Μειώθηκε το ύψος των κρατικών ομολόγων με αρνητικές αποδόσεις
Το συνολικό ύψος των ομολόγων της Ευρωζώνης με αρνητικές αποδόσεις μειώθηκε περαιτέρω τον Νοέμβριο, όπως δείχνουν σημερινά στοιχεία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας διαπραγμάτευσης Tradeweb, αλλά εξακολουθεί να αντιστοιχεί σχεδόν στα δύο τρίτα της αγοράς κρατικών ομολόγων της περιοχής. Ο αριθμός των κρατικών και εταιρικών ομολόγων με αρνητικές αποδόσεις εκτινάχτηκε φέτος εν μέσω της αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες και των αυξημένων παγκόσμιων κινδύνων λόγω του Brexit και ενός σκληρού εμπορικού πολέμου. Τους δύο τελευταίους μήνες, ωστόσο, οι αποδόσεις αυξήθηκαν, καθώς οι φόβοι για τον εμπορικό πόλεμο και το Brexit χαλάρωσαν και υπήρξαν ορισμένες ενδείξεις από τα οικονομικά στοιχεία ότι ενδεχομένως έχουν περάσει τα χειρότερα.
Τα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης που διαπραγματεύονται στην πλατφόρμα Tradeweb με αρνητικές αποδόσεις μειώθηκαν στο επίπεδο των 4,52 τρισ. ευρώ στο τέλος Νοεμβρίου και αντιστοιχούσαν στο 57% της συνολικής αγοράς, ύψους 8 τρισ. ευρώ, το χαμηλότερο ποσοστό από τον Ιούνιο. Τον Οκτώβριο, το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν στο 62%. Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς ομολόγου αναφοράς διαπραγματεύεται κοντά στο υψηλότερα επίπεδα τριών εβδομάδων, περί το -0,29%, αυξημένο κατά 45 μονάδες βάσης (0,45 της ποσοστιαίας μονάδας) από τα χαμηλά επίπεδα - ρεκόρ του Σεπτεμβρίου.
Αν και το ποσοστό των ομολόγων με αρνητικές αποδόσεις έχει υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα - ρεκόρ του Σεπτεμβρίου, αναλυτές σημείωναν ότι θα πρέπει να είναι πολύ καλύτερες οι οικονομικές προοπτικές και να αλλάξουν οι προσδοκίες όσον αφορά την πολιτική των κεντρικών τραπεζών για να υπάρξει σημαντική μείωση του ύψους των στοιχείων ενεργητικού με αρνητικές αποδόσεις παγκοσμίως. Όταν οι αποδόσεις των ομολόγων είναι αρνητικές, οι επενδυτές πληρώνουν ουσιαστικά τις κυβερνήσεις ή τις εταιρείες για να κατέχουν το χρέος τους. Το ύψος των εταιρικών ομολόγων σε ευρώ με επενδυτική διαβάθμιση και αρνητικές αποδόσεις μειώθηκε στα 873 δισ. ευρώ ή το 25% της συνολικής αγοράς από 30% τον Οκτώβριο.