Κι όμως, το ράλι των ελληνικών μετοχών... μόλις άρχισε
Μπορεί ο Γενικός Δείκτης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας να κερδίζει ήδη 33% με τιμές κλεισίματος της Παρασκευής και να ενισχύεται περαιτέρω σήμερα, πλησιάζοντας τις 840 μονάδες, όμως οι αναλυτές εκτιμούν ότι το ελληνικό ράλι μόλις άρχισε και έχει ακόμη αρκετό δρόμο μπροστά του, καθώς υπάρχουν τουλάχιστον τρεις παράγοντες καταλυτικής σημασίας στην ουσιαστική βελτίωση της αποτίμησης των ελληνικών μετοχών.
Ο πρώτος και προφανέστερος λόγος είναι οι μεγάλες προσδοκίες που δημιουργεί στην αγορά η προοπτική σχηματισμού μιας νέας, σταθερής κυβέρνησης με προσανατολισμό οικονομικής πολιτικής πιο φιλικό προς τον ιδιωτικό τομέα και αναπτυξιακή ατζέντα.
«Το επόμενο ορόσημο είναι οι εθνικές εκλογές, που αναμένεται να διενεργηθούν στις 7 Ιουλίου, τα αποτελέσματα των οποίων, υποθέτοντας πως θα φέρουν μια ισχυρή νέα κυβέρνηση, θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν την εφαρμογή της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής και τη συνέχιση μεταρρυθμίσεων, που σύμφωνα με την τελευταία έκθεση των θεσμών δείχνει σημάδια κόπωσης», σημείωνε χαρακτηριστικά σε πρόσφατη έκθεσή της η NBG Securities, θυγατρική χρηματιστηριακή εταιρεία της Εθνικής Τράπεζας.
Το στοίχημα της κυβερνητικής αλλαγής παίζεται από τους ξένους θεσμικούς επενδυτές ήδη από τον Μάιο, πριν ακόμη γίνει γνωστό το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Δεν είναι τυχαίες, ασφαλώς, οι τεράστιες εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στην ελληνική αγορά, το ύψος των οποίων προσέγγισε τα 330 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Χρηματιστηρίου.
Ο δεύτερος παράγοντας με καταλυτική σημασία, που δεν έχει συζητηθεί πολύ, αλλά επισημαίνεται από τους αναλυτές της Eurobank Equities, σε έκθεση που θα παρουσιασθεί σε εκδήλωση για το Χρηματιστήριο, στην Νέα Υόρκη, είναι η μεγάλη μείωση του ελληνικού ρίσκου, όπως αποτυπώνεται στις αποδόσεις των ομολόγων, η οποία δεν έχει προς το παρόν «μεταφερθεί» στο σύνολό της στις τιμές των μετοχών.
Σημειώνεται ότι από τα υψηλά του περασμένου Νοεμβρίου (4,678%), η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει περισσότερο από 60%, στο επίπεδο του 2,850%:
Οι αναλυτές της Eurobank Equities τονίζουν ότι, παρά την άνοδο των τιμών στο Χρηματιστήριο, η απόδοση των μετοχών υστερεί σε σχέση με την άνοδο των ομολόγων. «Στην πραγματικότητα, ο πρόσφατος περιορισμός του κινδύνου έχει σχεδόν περάσει απαρατήρητος», αναφέρουν χαρακτηριστικά, καθώς οι επενδυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τις μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας και να εφαρμόζουν αρκετά υψηλότερο risk premium στις μετοχές από αυτό που δικαιολογείται με βάση τις αποδόσεις των ομολόγων. Από αυτή την άποψη, είναι ιδιαίτερα σημαντική μια αύξηση της επενδυτικής εμπιστοσύνης λόγω των πολιτικών εξελίξεων, δηλαδή της επικείμενης κυβερνητικής αλλαγής. Αν αυξηθεί η εμπιστοσύνη, το πιθανότερο είναι ότι το ράλι των ομολόγων θα συγχρονισθεί με το ράλι των μετοχών.
Ο τρίτος παράγοντας, που μπορεί να αυξήσει τις εισροές κεφαλαίων από ξένους και Έλληνες επενδυτές στην Λεωφόρο Αθηνών είναι η σαφής αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που οριστικοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη.
Ενώ μερικούς μήνες νωρίτερα ήταν ανοικτή η συζήτηση στις αγορές και στους κόλπους της ΕΚΤ για μια σταδιακή επάνοδο σε «κανονική» νομισματική πολιτική, το αβέβαιο διεθνές περιβάλλον και η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας οδηγούν την κεντρική τράπεζα στην απόφαση να κρατήσει τουλάχιστον ως τα μέσα του 2020 και πάντως όσο χρειασθεί για να ανεβεί ο πληθωρισμός πιο κοντά στο στόχο του 2% την πολιτική μηδενικών επιτοκίων.
Παράλληλα, η ΕΚΤ ενεργοποιεί και πάλι εργαλεία παροχής ρευστότητας στις τράπεζες (στοχευμένη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση) και αρχίζει να συζητά το ενδεχόμενο να προχωρήσει, αν χρειασθεί αργότερα, σε ένα νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης.
Ουσιαστικά, τα επενδυτικά κεφάλαια που κινούνται στις αγορές της Ευρώπης κάνουν πλέον το σχεδιασμό τους με βάση την υπόθεση ότι οι αποδόσεις σταθερού εισοδήματος θα παραμείνουν κοντά στο μηδέν και η ρευστότητα στο ευρωπαϊκό σύστημα θα συνεχίσει να είναι πλούσια, τροφοδοτούμενη από την ΕΚΤ. Συνεπώς, αυτό οδηγεί τα επενδυτικά κεφάλαια σε επενδύσεις υψηλότερου ρίσκου και αναμενόμενης απόδοσης, φέρνοντας και πάλι στο προσκήνιο τις ελληνικές μετοχές, που έχουν χάσει το ράλι των ευρωπαϊκών αγορών τα τελευταία χρόνια και παραμένουν υποτιμημένες.