Οι τράπεζες «καίνε» τους short: Πόσα χάνουν τα funds
Αυξάνεται κατακόρυφα η πίεση στα χαρτοφυλάκια που έχουν προχωρήσει σε ανοιχτές πωλήσεις, καθώς το ράλι των τραπεζικών μετοχών, από τα τέλη Ιανουαρίου, και η δραστική βελτίωση του κλίματος για την Ελλάδα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής, φέρνουν τους short επενδυτές αντιμέτωπους με μεγάλες απώλειες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, ήδη Lansdowne και Oceanwood «γράφουν» ζημιές καθώς η μέση τιμή με την οποία έχουν «χτίσει» τις ανοιχτές θέσεις, διαμορφώνονται σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από τις τιμές με τις οποίες διαπραγματεύονται οι τραπεζικές μετοχές στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Σημειώνεται ότι για τη δημιουργία ανοιχτών θέσεων οι επενδυτές δανείστηκαν μετοχές τις οποίες εν συνεχεία ρευστοποίησαν στο χρηματιστήριο.
Σε ό,τι αφορά τη Lansdowne, που διατηρούσε την πλέον αρνητική θέση για τις ελληνικές τράπεζες πρωτοστατώντας στην υποτιμητική κερδοσκοπία και τη δημιουργία αρνητικού κλίματος, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η μέση τιμή πώλησης της ανοιχτής θέσης που διατηρεί διαμορφώνεται στα 0,68 ευρώ τη στιγμή που σήμερα στο χρηματιστήριο η μετοχή της Eurobank διαπραγματεύεται στα 0,842 ευρώ.
Στην Alpha Bank, η μέση τιμή πώλησης της ανοιχτής θέσης εκτιμάται στη ζώνη των 1,53 ευρώ, ενώ σήμερα η μετοχή της τράπεζας ξεπερνά τα 1,55 ευρώ. Σε ό,τι αφορά την Πειραιώς, επίσης η Lansdowne, όπου διαθέτει πολύ μεγάλη θέση έχοντας σορτάρει το 2,74% των μετοχών της τράπεζας, βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση, με το μέσο κόστος πώλησης να διαμορφώνεται στα 2,85 ευρώ, ενώ στο χρηματιστήριο διαπραγματεύεται στα 2,612 ευρώ μετά από ένα εκπληκτικό ράλι +360% που έχει πραγματοποιήσει η μετοχή.
Εκτίμηση για το μέσο κόστος πώλησης της Lansdowne Partners
Φαίνεται ότι η τελευταία ελπίδα των short επενδυτών ήταν ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα που θα δημιουργούσε αμφιβολίες για το σχηματισμό ισχυρής κυβέρνησης, κάτι που μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών φαίνεται μάλλον απίθανο. Έτσι, την Δευτέρα, την πρώτη ημέρα μετά τις εκλογές προχώρησαν σε αγορές χιλιάδων μετοχών της Alpha Bank και της Eurobank, μειώνοντας σημαντικά την ανοιχτή τους θέση.
Η Lansdowne Partners μείωσε την ανοιχτή θέση στην Eurobank στο 1,09% από 1,81%, ενώ η ανοιχτή θέση της Oceanwood στην Alpha Bank περιορίστηκε στο 0,74% από 0,92% και στην Eurobank περιορίστηκε στο 0,99% από 1,64%.
Σε ό,τι αφορά το μέσο κόστος των πωλήσεων της Oceanwood στην Εθνική Τράπεζα, εκτιμάται ότι οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα Οκτώβριος 2018 - Μάιος 2019, οπότε το fund σορταρε το 1,4% των μετοχών της Εθνικής, έγιναν με μέση τιμή 1,6 ευρώ, ενώ στο ΧΑ σήμερα η μετοχή της διαπραγματεύεται στα 2,18 ευρώ.
Εκτίμηση για το μέσο κόστος πώλησης της Oceanwood Capital
Για την Eurobank, το μέσο κόστος πώλησης εκτιμάται σε 0,68 ευρώ ανά μετοχή ενώ στο χρηματιστήριο βρίσκεται σήμερα στα 0,842 ευρώ. Για την Alpha Bank, το μέσο κόστος πωλήσεων που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2018 – 2019 εκτιμάται κοντά στα 1,90 ευρώ ανά μετοχή ωστόσο το fund είχε προχωρήσει σε πολλές συναλλαγές στο διάστημα 2016 – 2017 σε υψηλότερες τιμές και είναι πιθανό το μέσο κόστος πώλησης να ξεπερνά τα 2 ευρώ έναντι 1,5420 που διαπραγματεύεται τώρα στο ΧΑ.
Σημειώνεται ότι εκτός της Lansdowne και της Oceanwood οι κινήσεις των οποίων είναι ανιχνεύσιμες, καθώς οι θέσεις τους ξεπερνούν το 0,50% που τις υποχρεώνει να δημοσιοποιούν τις κινήσεις τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πολλές δεκάδες ακόμα fund, μικρά και μεγάλα, έχουν προχωρήσει σε πωλήσεις εγχώριων τραπεζικών μετοχών, «επενδύοντας» σε νέο εκτροχιασμό των τραπεζών. Οι αγορές αυτές, για το κλείσιμο ανοιχτών θέσεων που δεν είναι δημοσιοποιημένες, είναι αυτές που έχουν επιταχύνει το ράλι στις τράπεζες, παρά τα μεγάλα κέρδη των τελευταίων εβδομάδων.
Σε ένα βασικό σενάριο… καταστροφής του τραπεζικού συστήματος «ποντάρουν» εδώ και πολλούς μήνες τα τρία funds του Λονδίνου που πρωταγωνιστούν στην υποτιμητική κερδοσκοπία, αλλά πλέον φαίνεται ότι το κακό αυτό σενάριο «καίγεται» και μαζί του κινδυνεύουν να «κάψουν τα δάκτυλά» τους όσοι περιμένουν δραματική πτώση των τραπεζικών μετοχών.
Η βασική εκτίμηση των διαχειριστών κεφαλαίων ήταν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βαρύνεται με τόσο μεγάλα ποσά «κόκκινων» δανείων, που θα είναι αδύνατο να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί χωρίς να «καούν» κεφάλαια επίσης μεγάλου ύψους, κάτι που θα οδηγούσε τις τράπεζες σε αυξήσεις κεφαλαίου υπό μεγάλη πίεση και σε πολύ χαμηλές τιμές έκδοσης νέων μετοχών. Μια επανάληψη, με άλλα λόγια, της καταστροφικής ανακεφαλαιοποίησης του 2015.
Φαίνεται, όμως, ότι όσα έχουν μεσολαβήσει από τις δραματικές χρηματιστηριακές εξελίξεις του φθινοπώρου 2018 οδηγούν σε βέβαιη ακύρωση του καταστροφικού σεναρίου. Ήδη παρουσιάσθηκαν και προωθούνται για έγκριση από τις Βρυξέλλες, έστω και με αργούς ρυθμούς, δύο σχέδια «συστημικής» αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων» δάνειων (σχέδια Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και Τράπεζας της Ελλάδος).
Οι ίδιες οι τράπεζες, με πρώτη την Eurobank, επιταχύνουν δραστικά την προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών, κάνοντας τους περισσότερους αναλυτές να προβλέπουν ότι, ακόμη και αν δεν υπάρξουν μεγάλα οφέλη από τις «συστημικές» λύσεις, τελικά οι τράπεζες θα μειώσουν γρήγορα τα προβληματικά τους χαρτοφυλάκια, χωρίς να χρειασθεί να αντλήσουν κεφάλαια με αυξήσεις κεφαλαίου που θα προκαλέσουν μεγάλες απώλειες στους μετόχους.
Πέρα από αυτό το βασικό καταστροφικό σενάριο, τουλάχιστον σε μία περίπτωση τα ίδια τα funds διακίνησαν στους επενδυτικούς κύκλους τα δικά τους, ευφάνταστα σενάρια καταστροφής του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση της Lansdowne, που, όπως έχει αποκαλύψει το economistas.gr από τις 30/10/2018 (https://www.economistas.gr/epiheiriseis/624_apokleistiko-i-ekthesi-tis-lansdowne-poy-gkremise-tis-trapezes), είχε διακινήσει μια μικρή έκθεση, όπου προβαλλόταν ο ισχυρισμός, μέσα από παρερμηνεία μιας δικαστικής απόφασης, ότι οι τράπεζες θα χάσουν δισεκατομμύρια επειδή δεν θα μπορούν να «κυνηγήσουν» τους εγγυητές δανείων, αλλά και από την επικείμενη πτώχευση (!) της ΔΕΗ.
Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, βελτίωση που μπορεί να επιταχυνθεί θεαματικά μετά τις εθνικές εκλογές με τον σχηματισμό ισχυρής κυβέρνησης, με στάση σαφώς πιο φιλική για το επιχειρειν και τις επενδύσεις.