Το νέο στοίχημα των αγορών στην ελληνική οικονομία

Economista
ECONOMISTA
Το νέο στοίχημα των αγορών στην ελληνική οικονομία
Φώτο: Shutterstock

Αλλάζει εντυπωσιακά το βασικό σενάριο που υιοθετούν οι διαχειριστές των ξένων κεφαλαίων για την Ελλάδα, μετά την προκήρυξη εκλογών στις 30 Ιουνίου, καθώς ενσωματώνεται στους υπολογισμούς η προοπτική επιτάχυνσης της ανάπτυξης, που θα βελτιώσει σημαντικά τις αποτιμήσεις μετοχών και ομολόγων.

Η θεαματική άνοδος του Γενικού Δείκτη στο Χρηματιστήριο κατά 6,09%, με την αξία των συναλλαγών να εκτινάσσεται στα 172,7 εκατ. ευρώ (τα 115 εκατ. ευρώ σε τραπεζικές μετοχές), το άλμα του τραπεζικού δείκτη κατά 11,84% και η «βουτιά» της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου από το 3,389% στο 3,148% αντανακλούν το repricing (ανατιμολόγηση) των ελληνικών assets που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, μετά τη δραστική επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, μετά το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης και την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου διαβουλεύσεων με τους Ευρωπαίους για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης θα επανεξετάσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, προχωρώντας στις αναβαθμίσεις που είχαν «παγώσει» το προηγούμενο διάστημα.

Οι επενδυτές υπολογίζουν ότι η Ελλάδα μπαίνει σε ένα νέο μονοπάτι πολύ συντομότερα από όσο αναμενόταν, καθώς μετά τις 30 Ιουνίου αναμένεται να αναλάβει το «πηδάλιο» της οικονομίας μία κυβέρνηση με σαφώς πιο φιλική αντίληψη για τον ιδιωτικό τομέα, που θα προωθήσει τις αναγκαίες ελαφρύνσεις φορολογίας και τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να θεραπευθεί το βασικότερο σημερινό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: η καχεκτική ανάπτυξη.

Μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατέληξε να εφαρμόσει με αρκετή συνέπεια και αποτελεσματικότητα μια πολιτική δημοσιονομικής σταθεροποίησης, λίγοι επενδυτές αμφέβαλαν ότι η Ελλάδα έχει μπει οριστικά στο δρόμο της ισορροπημένης δημοσιονομικής διαχείρισης και βρίσκεται πολύ μακριά από το «σπάταλο» παρελθόν της.

Όμως, για τους επενδυτές εξακολουθούσε να υπάρχει μια βασική αδυναμία στην ελληνική οικονομία, που λειτουργούσε ανασταλτικά στις διαθέσεις των επενδυτών να τοποθετήσουν σημαντικά κεφάλαια σε μετοχές και ομόλογα: στο κλάσμα χρέος/ΑΕΠ, ενώ ο αριθμητής έχει τεθεί υπό έλεγχο, παραμένει εξαιρετικά ασθενής ο παρονομαστής, καθώς όλες οι εκτιμήσεις των αναλυτών, τραπεζών και διεθνών οργανισμών, κάνουν λόγο για μια ανάκαμψη με ρυθμούς γύρω στο 2% στα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου, ενώ οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης είναι ακόμη χαμηλότερες, στο 1% - 1,5%.

Για μια χώρα με ένα τεράστιο βάρος χρέους (πάνω από 180% του ΑΕΠ), έστω και αν αυτό έχει εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, τόσο χαμηλοί προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης δημιουργούν αμφιβολίες για το αν μπορεί μακροπρόθεσμα η χώρα να εξυπηρετήσει ομαλά το χρέος της. Άλλωστε, ήδη η συμφωνία με τους Ευρωπαίους για το χρέος έχει αφήσει ανοικτό το «παράθυρο» νέας ελάφρυνσης, εάν χρειασθεί, μετά το 2030.

Οι διαχειριστές των ξένων οίκων, όπως φάνηκε και από σχετικό ρεπορτάζ των “Financial Times”, που δημοσιεύθηκε πριν τις ευρωεκλογές, προέβλεπαν ότι, ακριβώς επειδή η Ελλάδα έχει αργό αναπτυξιακό βηματισμό, θα αργήσει τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια να επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade) των οίκων αξιολόγησης, ώστε να επανέλθουν στα ελληνικά ομόλογα τα τεράστια επενδυτικά funds της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων, που επενδύουν μόνο σε υψηλής ποιότητας χρεόγραφα.

Το νέο σενάριο που τιμολογείται ήδη από τους επενδυτές προβλέπει ότι θα αλλάξει ακριβώς αυτή η πορεία προς την πλήρη επάνοδο στη διεθνή αγορά: μια νέα κυβέρνηση, που θα έχει την τόλμη να προχωρήσει σε όλα τα μέτρα που χρειάζονται για να τονωθεί η επιχειρηματικότητα και η επενδυτική δραστηριότητα, θα μπορέσει πολύ γρήγορα να απελευθερώσει το δυναμισμό της οικονομίας, ώστε ο ρυθμός ανάπτυξης να κινηθεί γρήγορα προς το 3% ή και στο 4% και ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης να φθάσει ή να ξεπεράσει το 2% και να φύγουν από το προσκήνιο οι τελευταίες αμφιβολίες για τη δυνατότητα της χώρας να αντέξει το υψηλό χρέος της μακροπρόθεσμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ