Το τέλος της απαισιοδοξίας για τις τραπεζικές μετοχές
Η εικόνα των τραπεζικών μετοχών τις τελευταίες, αρκετές, εβδομάδες θυμίζει το χειμώνα του 2018 αλλά... από την ανάποδη: ενισχύονται και αποκομίζουν κέρδη με την ίδια ένταση που υποχωρούσαν λίγους μήνες πριν, με τους long να αναδεικνύονται κυρίαρχοι, αποκαθηλώνοντας τους short.
Ο δείκτης των τραπεζών αποκομίζει κέρδη 75%, ενώ η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς έχει τριπλασιαστεί με κέρδη που αγγίζουν το... 230%, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας ενισχύεται κατά 109%, της Alpha Bank κατά 72% και της Eurobank κατά 66%.
Είναι προφανές ότι στο διάστημα αυτό δεν έχουν αλλάξει δραστικά τα δεδομένα και σίγουρα τα μεγάλα προβλήματα των τραπεζών («κόκκινα» δάνεια, ποιότητα κεφαλαίων με την μεγάλη συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου) δεν λύθηκαν. Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η θεαματική αλλαγή πορείας;
Η θεμελιακή αλλαγή είναι ότι η αγορά δεν «ακούει» πια την ακραία απαισιοδοξία και την προσέγγιση ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν, σίγουρα, κεφάλαια. Μια απαισιοδοξία που ήταν υπερβολική και η οποία οδήγησε τις αποτιμήσεις των τραπεζών σε ακραία χαμηλά επίπεδα προς το τέλος του περασμένου Ιανουαρίου.
Θετικές ειδήσεις ασφαλώς υπάρχουν πολλές: η πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η επιτάχυνση του σχεδιασμού των τραπεζών για ταχύτερη μείωση των «κόκκινων» δανείων, τα σχέδια του ΤΧΣ και της ΤτΕ που προωθούνται (με το σχέδιο της ΤτΕ να αντιμετωπίζει και το θέμα των αναβαλλόμενων φόρων), το νέο πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας (το οποίο ενισχύει άμεσα με 200 εκατ. ευρώ ετησίως τα έσοδα των τραπεζών), η βελτίωση της ρευστότητα των τραπεζών, η προοπτική κυβερνητικής αλλαγής με την εκλογή μιας κυβέρνησης πιο φιλικής προς το επιχειρείν και τις επενδύσεις, και πάνω από όλα η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, όπως πιστοποιείται από τα συνεχή ρεκόρ πτώσης της απόδοσης των ομολόγων, με την απόδοση των δεκαετών σήμερα να πέφτει κάτω και από το όριο του 3,30%.
Όλα αυτά βέβαια, τουλάχιστον τα περισσότερα, ήταν γνωστά ή αναμενόμενα από το 2018, ωστόσο η αγορά δεν «άκουγε», χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για να επανεκτιμήσει τα γεγονότα με ένα πιο αισιόδοξο πρίσμα. Φαίνεται ότι αυτό πλέον έχει γίνει και, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα πολλά εμπόδια που δεν αφήνουν την οικονομία να «τρέξει» πιο γρήγορα, ωστόσο, η απελευθέρωση της χώρας από την ακραία αβεβαιότητα και την πολιτική αστάθεια των προηγουμένων ετών ενισχύει την εμπιστοσύνη και μειώνει δραστικά τον κίνδυνο χώρας, τροφοδοτώντας την γρήγορη ανατίμηση των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων.
Έτσι, ολοένα και περισσότεροι αναλυτές και επενδυτές αφήνουν πίσω την ακραία απαισιοδοξία και βλέπουν με πιο καθαρό μάτι και πιο αισιόδοξα την επόμενη ημέρα: την επιτάχυνση της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας τα επόμενα χρόνια και τις τράπεζες να πετυχαίνουν την επιστροφή στην κανονικότητα χωρίς ανακεφαλαιοποίηση με επίπτωση στους υφισταμένους μετόχους.