Ομιλία της Αχτσιόγλου στο LSE κατά της απορρύθμισης
Η Ευρώπη θα πρέπει να απορρίψει την ιδέα της απορρύθμισης της κοινωνικής προστασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων και να επιλέξει την ιδέα της ενίσχυσης των μισθών και της προς τα επάνω εναρμόνισης των συστημάτων εργατικής προστασίας μεταξύ των κρατών της, προκειμένου να υπάρξει κοινωνική υποστήριξη στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τόνισε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, από το Λονδίνο.
Μιλώντας στο πλαίσιο της 17ης ετήσιας διάλεξης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics, με θέμα «Ένα νέο μοντέλο για την ελληνική αγορά εργασίας» («A new model for the Greek Labour Market»), η υπουργός παρουσίασε την στρατηγική που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση για την αναβάθμιση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του συνολικού σχεδίου της ΕΕ για τα κοινωνικά δικαιώματα, ως ένα παράδειγμα μεταρρυθμίσεων με θετικά αποτελέσματα όπως η μείωση της ανεργίας, η μείωση της αδήλωτης εργασίας, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
«Υπάρχει μία παρεξηγημένη εικόνα σε σχέση με το αν προχωράμε σε μεταρρυθμίσεις ή όχι. Έχουν γίνει πολλά πράγματα στην χώρα το τελευταίο διάστημα, στον τομέα της εργασίας, στον τομέα του κοινωνικού κράτους ιδίως, τα οποία είναι σημαντικό να επικοινωνήσουμε, προκειμένου να αρχίσει να αλλάζει αυτή η στερεοτυπική αντίληψη για την χώρα. Κυρίως όμως νομίζω ότι στον πυρήνα αυτής της εμπειρίας που μαζέψαμε από τα μνημόνια, αλλά και από την έξοδό μας από αυτά, μπορούμε να μιλήσουμε με μεγαλύτερη πια αποτύπωση για τα εργασιακά προβλήματα και το πως μπορούμε να συνεχίσουμε σε μία κατεύθυνση περισσότερης ενίσχυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη και όχι απορρύθμισης. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα των τοποθετήσεών μου διαρκώς, το ζήτημα είναι ότι πρέπει να σταματήσουμε ως Ευρώπη, μιλάω συνολικά, από την ιδέα της απορρύθμισης και να περάσουμε περισσότερο στην ιδέα της ενίσχυσης των μισθών και της καλύτερα ρυθμισμένης αγοράς εργασίας» τόνισε η κ. Αχτσιόγλου.
Η υπουργός επεσήμανε ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, που ακολουθήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που έγιναν στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη του 2014, προκαλεί μία γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία θα πρέπει να σταματήσει να τροφοδοτείται.
Όπως εξήγησε οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη δεν έχουν συνειδητοποιήσει την σύνδεση που υπήρξε ανάμεσα στις αντικοινωνικές πολιτικές, κυρίως στα κράτη που βρέθηκαν σε κρίση, και στην άνοδο της ακροδεξιάς (λόγω της κοινωνικής δυσαρέσκειας) στην Ευρώπη, και που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζεται ως μεγάλος κίνδυνος για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Η κ. Αχτσιόγλου επεσήμανε ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται τελευταία στην Ελλάδα αποτελούν ένα καλό παράδειγμα προς την σωστή κατεύθυνση. «Όσο περισσότερο προχωράμε σε μειώσεις μισθών, σε απορρύθμιση αγοράς εργασίας, στο ξήλωμα των δικαιωμάτων που έχουν θεσπίσει οι εργαζόμενοι, τόσο περισσότερο θα γυρνούν την πλάτη στην ΕΕ. Η λύση σε αυτό το ζήτημα είναι να δούμε το πρόβλημα και να αρχίσουμε να μιλάμε πια για μία προς τα επάνω εναρμόνιση των συστημάτων εργατικής προστασίας μεταξύ των κρατών, προκειμένου να δώσουμε κοινωνική υποστήριξη στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όπως οι πολιτικές που γίνονται στην Ελλάδα στα εργασιακά το τελευταίο διάστημα» είπε.
Η υπουργός Εργασίας, αναφέρθηκε και στα εργασιακά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία, μετά την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, σημειώνοντας ότι στο στάδιο αυτό δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Όπως, είπε, πριν λίγες μέρες με νομοθεσία που πέρασε από την Βουλή «προβλέπεται ότι σε κάθε περίπτωση ακόμη και στο ενδεχόμενο μη συμφωνίας, υπάρχει παράταση της περιόδου - της κατάστασης, όπως ισχύει σήμερα». «Δηλαδή ότι θα αντιμετωπίζονται ως προς όλα τους τα δικαιώματα ως να ήταν στην ΕΕ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα» δήλωσε και πρόσθεσε ότι δεν χρειάζεται ανησυχία για την παρούσα φάση, ωστόσο, το όλο ζήτημα του Brexit θα εξαρτηθεί από το πως θα το αντιμετωπίσει η βρετανική πολιτική σκηνή. «Οπωσδήποτε δεν μας ευχαριστεί, ήταν μία απόφαση όπου έπαιξε ρόλο η κοινωνική δυσαρέσκεια. Βρήκε τελικά να εκφραστεί μέσα από αυτή την τάση φυγής - την φυγόκεντρο τάση - από την ΕΕ, αλλά πρέπει να στοχεύσουμε την αιτία του προβλήματος αν θέλουμε να βρούμε κάποιες λύσεις» είπε.